Ο Γενικός Γραμματέας του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Ιωάννης Ρεκλείτης, με δήλωσή του σχολιάζει την κατάσταση στην πολιτική ζωή της χώρας:
Είναι γνωστό ότι όταν ξεσπάει οικονομική κρίση, οι καρέκλες των κυβερνήσεων τρίζουν. Ο δε χρόνος βιωσιμότητάς τους δεν έχει και πολύ σχέση με τον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών που ορίζεται από το σύνταγμα.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε και στην Ελλάδα. Από το 2009 η χώρα άλλαξε 7 κυβερνήσεις και μετά τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου θα έχουμε την 8η κυβέρνηση!
Οι πολιτικοί και τα κόμματα, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις όταν βρίσκονται μπροστά σε οικονομική κρίση, ενώ θα έπρεπε να βάλουν σε δεύτερη μοίρα τις διαφορές τους και να προτάξουν τη λύση των προβλημάτων, κατά κανόνα προσπαθούν να επωφεληθούν κομματικώς από αυτή. Έτσι, ενώ είναι φανερό ότι κάθε ανίσχυρο κυβερνητικό σχήμα είναι ασταθές με ημερομηνία λήξεως, επιχειρούν πάντα είτε με εκλογές, είτε με «ελλιποβαρείς» συμμαχίες, να κυβερνήσουν!
Αν δούμε τα αποτελέσματα των προηγούμενων παρόμοιων προσπαθειών θα απογοητευθούμε. Αντί για λύσεις πρόσθεταν προβλήματα και βαρύτερα μνημόνια! Η κατάσταση της οικονομίας, των επιχειρήσεων, της απασχόλησης και των νοικοκυριών είναι πλέον δραματική. Έγινε δε πιο δραματική με τις ατολμίες και τις ανακολουθίες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ που δεν κατάφερε να προσγειωθεί άμεσα στην πραγματική οικονομία και στις πραγματικές ανάγκες και δυνατότητες της χώρας στην παρούσα φάση. Όποια επιβάρυνση ήρθε μετά, ήταν απότοκος αυτής της ανικανότητας εφαρμογής αποτελεσματικής πολιτικής.
Δεν θα ήταν εκτός λογικής αν εκτιμούσαμε ότι πέρα από τα βάρη της οικονομικής κρίσης, μεγάλο μερίδιο ευθύνης στο βάθεμά της έπαιξαν και οι κυβερνητικές κρίσεις. Κρίσεις εμφανείς όπως η αστάθεια της «δεδηλωμένης» στη Βουλή και κρίσεις αφανείς όπως η ανικανότητα λήψης αποτελεσματικών μέτρων ή εφαρμογής νόμων, εξαιτίας της αντίφασης κοινωνίας και πολιτικής. Όμως οι πολιτικοί είναι για να πρωτοπορούν σε καταστάσεις κρίσης και όχι για να είναι ουρά των συντεχνιακών ή κομματικών συμφερόντων και ιδεοληψιών.
Αν και τώρα επαναληφθεί το ίδιο σκηνικό, τα περιθώρια ανάκαμψης και ανάπτυξης θα είναι σχεδόν μηδενικά. Η χώρα θα πληρώσει πολύ ακριβά ένα νέο βάλτωμα της πολιτικής. Για το λόγο αυτό είναι καιρός να σταματήσουν οι πειραματισμοί κυβερνητικών σχημάτων με μικρή κοινωνική και πολιτική βάση.
Η ψήφιση του τελευταίου μνημονίου παρότι μπορούμε να πούμε ότι ήταν το σκληρότερο από τα προηγούμενα, σε αντίθεση με αυτά, συσπείρωσε γύρω του μια ανέλπιστη και πρωτοφανή κοινοβουλευτική στήριξη. Αυτή η στήριξη έπρεπε να είναι οδηγός της κυβέρνησης αλλά αυτή προτίμησε να πάει σε εκλογές για να λύσει εσωτερικά της προβλήματα και δεν άκουσε τη φωνή της λογικής.
Ωστόσο, παρότι πάμε σε εκλογές δεν είναι καθόλου αργά από τώρα τα κομματικά επιτελεία να σχεδιάσουν την «επόμενη μέρα». Η επόμενη μέρα όμως δεν πρέπει να είναι σαν τις προηγούμενες. Πρέπει να πάψουν οι δογματικές και σκληρές φωνές της «μη συνεργασίας» ή της αυτοδυναμίας γιατί όπως έδειξαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις, τίποτα δεν τις σώζει αν δεν υπάρχει ευρεία πολιτική και κοινωνική συναίνεση. Αυτή η συναίνεση δεν επιτυγχάνεται με συνθήματα και ιδεοληψίες αλλά μόνο με απόφαση εργασίας πάνω στα προβλήματα και με συνθήκες πολιτικής σταθερότητας.
Όπως εκτιμούν οι αναλυτές της πολιτικής και δείχνουν τα μέχρι τώρα δείγματα των δημοσκοπήσεων, κανένα κόμμα δεν θα μπορέσει να πάρει αυτοδυναμία. Τα δε δύο κύρια κόμματα, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Ν.Δ., βρίσκονται πολύ κοντά σε ποσοστά και ψήφους. Όποιο κόμμα και αν πάρει προβάδισμα, ενώ θα λάβει το «μπόνους» των 50 εδρών από το εκλογικό σύστημα, στην ουσία θα είναι πολύ αδύνατο πολιτικά αφού το πολύ να έχει λίγο πάνω από το 1/3 των έγκυρων ψήφων και πολύ λιγότερο βέβαια των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Με τέτοια ποσοστά και πολλούς βουλευτές να διαθέτεις δεν είναι δυνατόν να κυβερνήσεις αποτελεσματικά. Ούτε με μικρές προσθήκες αριθμού βουλευτών μπορείς. Όπως και να έχει το πράγμα, μια τέτοια κυβέρνηση θα έχει απέναντί της την πλειοψηφία της κοινωνίας και αυτό είναι ο πρώτος όρος της αναποτελεσματικότητας και της αποτυχίας.
Η λύση λοιπόν, έτσι όπως έχουν τα πράγματα, είναι να επιλεγεί μια κυβέρνηση με δεδομένη πλειοψηφία τόσο στη βουλή όσο και στο λαό. Και αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί να είναι παρά μια κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού» μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ, χωρίς βέβαια να αποκλείεται κανένας άλλος που θα ήθελε να συμβάλει εξίσου. Δεν μας παίρνει να συνεχίσουμε τα παλιά πειράματα. Άλλωστε δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο κύριος πόλος της ΕΕ που επέβαλε και την ανατροπή της πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ και το νέο μνημόνιο, είναι η Γερμανία με κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού»! Δεν θα μπορούσαμε να πούμε κουτούς τους Γερμανούς για την επιλογή τους, παρότι δεν περνάνε τη δική μας κρίση. Όμως όλοι καταλαβαίνουμε ότι αυτοί «πριν πεινάσουν μαγειρεύουν». Εμείς, έστω και τώρα, μπορούμε να αξιοποιήσουμε αυτή την πρακτική και να αντλήσουμε δυνάμεις, ελπίδες και πολιτική ισχύ για το δικό μας τόπο.
Πώς θα υποδέχονταν ο κόσμος της επιχειρηματικότητας, οι εργαζόμενοι, και οι άλλες παραγωγικές τάξεις ένα τέτοιο εγχείρημα; Είναι ήδη φανερό ότι από καιρό το αποζητούν. Με διάφορους τρόπους το έχουν δείξει, το έχουν υποδείξει και το απαιτούν.
Ο κόσμος της επιχειρηματικότητας δεν ενδιαφέρεται να εισέλθει στο εσωτερικό των κομμάτων, ούτε να κάνει «πολιτικά προξενιά». Τη σταθερή θέση για κυβερνήσεις ισχυρές και σταθερές την έχει υπολογίζοντας ότι αυτό είναι επιτακτική ανάγκη για την οικονομία και την κοινωνία. Αυτός είναι και ο λόγος της πίεσης να υπάρξουν σταθερές κυβερνήσει με ευρείες κοινοβουλευτικές και κοινωνικές πλειοψηφίες και όχι κάποιο ενδιαφέρον για τις κομματικές πολιτικές.
Ο επιχειρηματικός κόσμος, η οικονομία, η κοινωνία η ίδια, απαιτούν πολιτική σταθερότητα με πρόγραμμα ανάπτυξης και εξόδου από την κρίση. Απαιτούν εθνική συνεννόηση και πολιτική ενότητα στην αντιμετώπιση του χρέους, στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων της χώρας και στα βασικά εθνικά θέματα. Απαιτούν κυβερνήσεις σταθερές με ορίζοντα τετραετίας.
Θα το αποτολμήσουν τα δύο μεγάλα κόμματα; Μέχρι στιγμής μόνο η μία πλευρά δείχνει να ασπάζεται την ιδέα. Όμως, είμαστε σίγουροι ότι κάτω από τις ανάγκες της χώρας, αυτή τη φορά, αντί για ιδεοληψίες, θα πρυτανεύσει η λογική. Το ευχόμαστε και το επιζητούμε.