του Αριστείδη Παπανικόλα. Με αφορμή την πρωτοβουλία του Δημήτρη Γαβαλάκη, Προέδρου του Συλλόγου Συντονιστών Ασφαλιστικών Συμβούλων και την πρόσφατη απόφαση περί περιορισμού των θητειών του Προέδρου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου σε δύο, είναι αναπόφευκτες οι σκέψεις και οι συγκρίσεις με την γενικότερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα του συνδικαλιστικού κατεστημένου και της μακροβιότητας των στελεχών του. Βέβαια, ο συνδικαλισμός δεν βασίζεται σε ίδια, ούτε καν σε παρόμοια δεδομένα, σε όλο το φάσμα του, αλλά διαφοροποιείται όταν τα μέλη του σωματείου είναι εργαζόμενοι ή ελεύθεροι επαγγελματίες ή ακόμα και εργοδότες, αλλά πολύ περισσότερο διαφοροποιείται αν οι εργαζόμενοι είναι δημόσιοι ή ιδιωτικοί υπάλληλοι, αν έχουν συμβάσεις αορίστου ή ορισμένου χρόνου, αν είναι μόνιμοι (όπου ακόμα υφίσταται, ας μην ξεχνάμε όμως ότι με την έννοια της μονιμότητας μεγάλωσαν οι προηγούμενες γενιές) ή όχι, αν εργάζονται στην βιομηχανία ή στις υπηρεσίες και τόσα άλλα. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις υπάρχει κάτι το κοινό, οι εκλεγμένοι, οι ηγεσίες, οι θητείες. Τι συμβαίνει όταν φθάνουμε στην εκπροσώπηση, στις «καρέκλες» δηλαδή και τι θα έπρεπε να ισχύει;
Δύσκολο θέμα με δύσκολες απαντήσεις. Παραθέτοντας λίγες σκέψεις ευελπιστώ να συμβάλω σε έναν ευρύτερο διάλογο που δυστυχώς δεν γίνεται στην ελληνική κοινωνία, είναι κάτι σαν ταμπού. Καταρχήν κάθε όργανο θα πρέπει να μπορεί να αξιολογείται για το έργο του. Σε ένα σωματείο ποια θα έπρεπε να είναι τα κριτήρια αξιολόγησης; Η αύξηση του αριθμού των μελών του; Η επιτυχία των εκδηλώσεών του; Η καλυτέρευση των οικονομικών απολαβών των μελών του; Η επιτυχής κατάληξη ενός συγκεκριμένου διεκδικητικού αγώνα; Η γενικότερη συνεισφορά του σε κοινωνικούς αγώνες; Η προάσπιση των συμφερόντων του μελών του; Η διατήρηση των κεκτημένων τους; Η παροχή όλο και περισσότερων ωφελημάτων στα μέλη του και τις οικογένειές τους; Η διαχείριση με τον καλύτερο τρόπο και η ανταποδοτικότητα των εισφορών; Η διαφάνεια των οικονομικών; Όλα αυτά και άλλα τόσα;
Γίνεται όμως κατανοητό ότι στον κάθε χώρο (υπάλληλοι, επαγγελματίες, συνταξιούχοι κ.λπ.) υπάρχουν άλλα δεδομένα, άλλες προτεραιότητες. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να συγκρίνεις το πλήθος των μελών ενός σωματείου εργαζομένων σε μια εταιρία, με το πλήθος των μελών ενός σωματείου ελεύθερων επαγγελματιών. Μπορείς όμως, αν θέλεις, να μετράς και στις δύο περιπτώσεις το ποσοστό των ατόμων που εγγράφονται ή παραμένουν ως ταμειακώς εντάξει μέλη στο σωματείο, επί του συνόλου των εχόντων δικαίωμα να είναι μέλη, τον αριθμό των μελών δηλαδή που αναγνωρίζουν ότι πράγματι τους εκπροσωπεί.
Και αν μπορέσουμε να συμφωνήσουμε στα κριτήρια, ποιος θα τα ελέγξει; Το ίδιο το εκλεγμένο όργανο; Όχι βέβαια, η απάντηση ακούγεται προφανής, τα μέλη του σωματείου στην επόμενη εκλογική διαδικασία. Και στο σημείο αυτό αρχίζουν νέα ερωτήματα, ποσοτικά και ποιοτικά. Όλοι γνωρίζουμε περί εγγεγραμμένων μελών, περί ταμειακώς εντάξει μελών, περί συμμετεχόντων σε εκλογικές διαδικασίες, περί ψηφισάντων…. Θα μου πείτε, έ και λοιπόν; Τα ίδια δεν ισχύουν σε όλες τις εκλογικές διαδικασίες, από έναν πολιτιστικό σύλλογο μέχρι τις βουλευτικές εκλογές; Και επειδή ισχύουν θα πρέπει έτσι να μείνουν για πάντα; Τι μπορεί να προσφέρει ένας καθόλα άξιος συνδικαλιστής μετά από δυο, τρείς ή τέσσερις θητείες; Ο Θεός ο ίδιος να ήταν ή θα είχε αμφισβητηθεί ή θα είχε εξαντλήσει όλα όσα είχε να προσφέρει, ως άτομο. Άρα, κάτι άλλο μπορεί να συμβαίνει, κάτι λιγότερο ορατό, αλλά ίσως δελεαστικό για την παραμονή στην καρέκλα της εξουσίας. Ένα αντεπιχείρημα που χρησιμοποιείται είναι η γνώση που συσσωρεύει πάνω στα προβλήματα του κλάδου του και στις διαδικασίες επίλυσής τους. Σωστό, αλλά με την προσέγγιση αυτή κάθε «δημόσιος λειτουργός», κάθε ασχολούμενος με τα κοινά θα έπρεπε να ήταν ισόβιος και μόνο αν το εκάστοτε εκλογικό σώμα έπαιρνε απόφαση απομάκρυνσής του να αποχωρούσε. Όποιος πραγματικά θέλει να προσφέρει μπορεί να το κάνει και μετά την αποχώρησή του, με συμβουλές και προτάσεις, χωρίς καρέκλα.
Τελικά, με τις ισχύουσες σήμερα συνθήκες, ο πιο ασφαλής και ο πιο εφικτός δρόμος προστασίας του ίδιου του συνδικαλιστικού κινήματος και των εκπροσώπων του είναι ο αυτοπεριορισμός, η έμπρακτη απόδειξη του ότι «ήρθα για να προσφέρω και όχι για να καταλάβω μια καρέκλα». Ο αυτοπεριορισμός μπορεί να λάβει την μορφή μιας απόφασης του ίδιου του οργάνου, μπορεί να γίνει καταστατική διάταξη, αλλά έχει πολλαπλάσια αξία όταν λαμβάνεται σε προσωπικό επίπεδο. όταν αποτελεί εκ των προτέρων δέσμευση του κάθε υποψήφιου, ο οποίος στην συνέχεια τηρεί τη δέσμευσή του αυτή. Και για να μην υπάρξει οποιαδήποτε παρανόηση, πιστεύω στον συνδικαλισμό, τον θεωρώ αναγκαίο κύτταρο της κοινωνίας, υπερασπίζομαι το δικαίωμα του «συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι», αλλά δεν αποδέχομαι ότι κάποιοι είναι αναντικατάστατοι, ακόμα και αν συνεχίζουν να εκλέγονται με τις νόμιμες διαδικασίες. Άλλο το ένα και άλλο το άλλο.
Είναι μια καλή προσέγγιση. Βέβαια μην ξεχνάμε και τα σοβαρότατα εμπόδια που υπάρχουν λόγω της ανεπάρκειας του νομικού πλαισίου προστασίας της συνδικαλιστικής ιδιότητας. Π.χ. πως ένας παλαιός συνδικαλιστής που έχει πράγματι επιτελέσει το καθήκον του θα ξαναγυρίσει μετά από δύο θητείες στην εργασία του όταν γνωρίζει ότι τον περιμένει μια θέση “ψυγείο” ή το πιθανότερο, μετά από τον ένα χρόνο προστασίας του, η απόλυση; Όταν αυτά τα βλέπει ένας νέος πως θα τολμήσει να ασχοληθεί σοβαρά;
Και για να μην παρεξηγηθώ, αυτά δεν τα λέω για να αντικρούσω απόψεις που στηλιτεύουν φαινόμενα “καρεκλοκατοχής” επί χρόνια, ούτε φαινόμενα “σήψης” ακόμη και ανάμεσα στους συνδικαλιστές. Εξάλλου όταν όλη η κοινωνία παρουσιάζει λιγότερο ή περισσότερο τέτοια φαινόμενα γιατί οι συνδικαλιστές που είναι μέρος της να μην παρουσιάζουν; Φρόντισαν οι κυβερνώντες τόσα χρόνια να κάνουν μέρος του συστήματος εξουσίας τους και ένα σημαντικό τμήμα των συνδικαλιστών γαι ευνόητους λόγους.
Σίγουρα και ο συνδικαλισμός έχει ανάγκη σοβαρών αλλαγών και στο ύφος του και στο ήθος του. Ας αρχίσει ο καθένας αλλά και όλες οι οργανώσεις να φροντίζουν γιαυτό, αν θέλουμε να λέμε κάποτε ότι προσφέραμε στους εργαζόμενους και βοηθήσαμε στην οργάνωσή τους.