Σε πρόσφατη μελέτη της Hellastat για τις πρωτοβάθμιες υπηρεσίες υγείας παρουσιάζεται μία σαφή τάση επιβράδυνσης της αγοράς. Οι πολίτες φαίνεται ότι στρέφονται στις δημόσιες εξεταστικές μονάδες και αραιώνουν τις επισκέψεις τους στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα. Από τις αρχές του χρόνου οι ιατρικές εξετάσεις στα δημόσια νοσοκομεία αυξήθηκαν κατά 20%. Σύμφωνα εξάλλου με ανακοίνωση του ΙΚΑ, η προσέλευση των ασθενών στα εξωτερικά του ιατρεία το τελευταίο εξάμηνο έχει αυξηθεί κατά 20%. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, φέτος θα προκύψουν απώλειες ακόμα και πάνω από 10%.
Αυτό όμως είναι μόνο ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η συγκεκριμένη αγορά.
Λόγω της κυβερνητικής τροπολογίας η οποία διατηρεί την ελάχιστη υποχρεωτική συμμετοχή των γιατρών στο μετοχικό κεφάλαιο στο 51% στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα, εκτιμάται ότι θα προκληθεί αποεπένδυση κεφαλαίων, κατακερματισμός της αγοράς και έξοδος αρκετών μονάδων από τον κλάδο. Η δημιουργία υποκαταστήματος θα γίνει δυσχερέστερη, ενώ οι διαγνωστικές μονάδες αναμένεται να αντιμετωπίσουν εντονότερο ανταγωνισμό από τις ιδιωτικές κλινικές, οι οποίες διευρύνουν συνεχώς την παρουσία τους στην πρωτοβάθμια περίθαλψη. Το περιβάλλον αυτό έχει επικεντρώσει τη στρατηγική των εταιρειών σε τομείς όπως χαμηλότερη τιμολόγηση και προβολή των υπηρεσιών. Η πτώση των τιμών θα οδηγήσει σε υποχώρηση του κύκλου εργασιών και πιθανόν των περιθωρίων κερδοφορίας.
Τα διαγνωστικά κέντρα και ιατρεία επιβαρύνονται και από τη βραδεία είσπραξη πληρωμών από τα δημόσια ταμεία λόγω των διογκούμενων ελλειμμάτων. Το γεγονός αυτό προκαλεί διακυμάνσεις στις ταμειακές ροές και υψηλές ανάγκες σε κεφάλαιο κίνησης.
Το θεσμικό πλαίσιο περιορίζει την ελεύθερη λειτουργία των επιχειρήσεων, προκαλώντας συγχρόνως την ανταγωνιστική τους υστέρηση έναντι των ιδιωτικών κλινικών. Οι τελευταίες έχουν τη δυνατότητα ίδρυσης εργαστηρίων εντός των εγκαταστάσεών τους χωρίς αντίστοιχους περιορισμούς στη μετοχική σύνθεση.Ακόμα, τα κρατικά τιμολόγια παραμένουν σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα για περισσότερο από μια 15ετία.