Κατά τη διάρκεια μιας δίκης σε μια μικρή πόλη του Αμερικανικού Νότου ο δικηγόρος κατηγορίας κάλεσε στο εδώλιο τον πρώτο του μάρτυρα, μία καλοκάγαθη γριούλα πολλών… Μαΐων.
«Κυρία Τζόουνς, με γνωρίζετε;» τη ρώτησε.
«Βεβαίως», απάντησε εκείνη. «Βεβαίως σας ξέρω, κύριε Γουίλιαμς. Σας ξέρω από τότε που ήσασταν μια σταλιά παιδάκι και, ειλικρινά, δεν έχω καθόλου καλή γνώμη για την αφεντιά σας… Λέτε πολλά ψέματα, απατάτε τη γυναίκα σας, είστε υποκριτής και θάβετε τον κόσμο πίσω από την πλάτη του. Παριστάνετε το μεγαλοδικηγόρο, ενώ όλοι στο χωριό σάς αποκαλούν… δικηγοράκο της δεκάρας. Βεβαίως και σας ξέρω».
Ο δικηγόρος είχε μείνει άλαλος. Τα έχασε τελείως και, μη ξέροντας τι άλλο να κάνει εκείνη τη στιγμή, έδειξε με το δάχτυλο το δικηγόρο υπεράσπισης:
«Αυτόν εκεί τον ξέρετε;».
«Φυσικά. Τον κύριο Μπράντλεϊ τον ξέρω από τότε που ήταν παιδί επίσης. Είναι καλό κουμάσι και η αφεντιά του. Γνωστός τεμπέλης, διπρόσωπος και έχει πρόβλημα με το ποτό. Δεν μπορεί να στεριώσει σε καμία σχέση και είναι γνωστός για τις δίκες που χάνει σε όλη την περιφέρεια. Για να μη σας πω, βέβαια, ότι απάτησε τη γυναίκα του με τρεις διαφορετικές γυναίκες… μία από αυτές ήταν η γυναίκα σας. Βεβαίως και τον ξέρω…».
Ο δικηγόρος υπεράσπισης είχε ασπρίσει και ήταν έτοιμος να πάθει εγκεφαλικό.
Ο Δικαστής, αποφασίζοντας να παρέμβει, κάλεσε και τους δύο δικηγόρους στην έδρα του και σε πολύ χαμηλή φωνή τους είπε:
«Ακούστε, κακομοίρηδες, αν τολμήσει κάποιος από τους δυο σας και ρωτήσει τη… μουρλόγρια αν ξέρει κι εμένα, θα σας στείλω και τους δύο στην ηλεκτρική καρέκλα!».