Ήδη από την αρχή της πανδημίας COVID-19 παρατηρήθηκε πως νευροψυχιατρικά συμπτώματα κυμαινόμενης βαρύτητας μπορούν να εμφανισθούν ως επιπλοκή της οξείας λοίμωξης από κορωνοϊό σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου τύπου 2 (SARS-CoV-2).
της Δρ. Μαρίας-Ιωάννας Στεφάνου, MD, MSc, Dr.med., Νευρολόγου, Διδάκτωρ Ιατρικής του Eberhard Karls University of Tübingen, Γερμανία, MSc Clinical Neuroscience King’s College London, Ηνωμένο Βασίλειο, Επιστημονικά Υπεύθυνης Affidea Αθηνών & Περιστερίου
Μέχρι σήμερα, πλήθος επιστημονικών μελετών έχουν καταδείξει τη σημαντική συσχέτιση μεταξύ της νόσησης από κορωνοϊό και της εμφάνισης αϋπνίας, κατάθλιψης, άγχους, διαταραχής μετατραυματικού στρες (post-traumatic stress disorder, PTSD), «ομίχλης του εγκεφάλου» (brain fog) και γνωσιακής έκπτωσης σε ασθενείς με COVID-19.
Και μετά το πέρας της οξείας COVID-19 ωστόσο, σημαντικό ποσοστό ασθενών – που αγγίζει μέχρι και το 1/3 μεταξύ των αναρρωσάντων – συνεχίζουν να εμφανίζουν εμμένοντα νευροψυχιατρικά συμπτώματα, ενώ αρκετοί εξ αυτών μπορεί να παρουσιάσουν και de novo νευροψυχιατρικές εκδηλώσεις (δηλαδή συμπτώματα που εμφανίζονται κατά τη μεταλοιμώδη περίοδο, κατόπιν ανάρρωσης από την οξεία φάση της νόσου COVID-19).
Στην κλινική πράξη, βάσει των κατευθυντήριων οδηγιών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (World Health Organization – WHO), νευροψυχιατρικά συμπτώματα που δεν μπορούν να εξηγηθούν από κάποιο άλλο αίτιο και εμφανίζονται σε άτομα με ιστορικό πιθανής ή επιβεβαιωμένης λοίμωξης SARS-CoV-2, σε διάστημα τριών ή και πλέον μηνών από την έναρξη της νόσου COVID-19, μπορούν να ενταχθούν στο σύνδρομο long-COVID.
Ειδικότερα όσον αφορά τον κίνδυνο εμφάνισης νέων νευροψυχιατρικών διαταραχών κατόπιν αποδρομής της οξείας COVID-19 λοίμωξης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλούν τα αποτελέσματα μιας εκ των μεγαλύτερων επιδημιολογικών μελετών παγκοσμίως, που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο περιοδικό JAMA Psychiatry, και η οποία διερεύνησε τη συχνότητα νέων (de novo) νευροψυχιατρικών εκδηλώσεων μεταξύ των αναρρωσάντων από COVID-19 στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Στη μελέτη αυτή συμπεριελήφθησαν δεδομένα από 8,38 εκατομμύρια ενήλικες (από τον Ιανουάριο του 2020 ως τον Ιούλιο του 2021), εκ των οποίων 32.525 άτομα με ιστορικό νοσηλείας για COVID-19 και 16.679 άτομα με ιστορικό νοσηλείας για άλλες σοβαρές οξείες αναπνευστικές λοιμώξεις (severe acute respiratory infections, SARI). Αυτές οι ομάδες αναρρωσάντων συγκρίθηκαν με τον υπόλοιπο γενικό πληθυσμό όσον αφορά τη συχνότητα νέων νευροψυχιατρικών διαταραχών (άτομα με θετικό ιστορικό για νευροψυχιατρικές νόσους προ νόσησης με κορωνοϊό ή άλλους αναπνευστικούς ιούς είχαν προηγουμένως αποκλεισθεί από τη μελέτη) ή τη συνταγογράφηση νέας ψυχιατρικής φαρμακευτικής αγωγής (συμπεριλαμβανομένων αντικαταθλιπτικών, αγχολυτικών, υπνωτικών και αντιψυχωσικών φαρμάκων) κατά τους πρώτους 12 μήνες μετά την έξοδο των ασθενών από το νοσοκομείο.
Τα δεδομένα αυτής της μελέτης έδειξαν πως οι αναρρώσαντες από COVID-19 εμφάνισαν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο για εμφάνιση νέων νευροψυχιατρικών διαταραχών, με σχεδόν διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης αγχώδους διαταραχής (Hazard ratio: 2,36), κατάθλιψης (Hazard ratio: 1,95), άνοιας (Hazard ratio: 2,63) και διπολικής διαταραχής (Hazard ratio: 2,26), καθώς και τριπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης ψυχωσικής διαταραχής (Hazard ratio: 3,05) σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό.
Παρόμοια ευρήματα παρατηρήθηκαν για όλα τα φάρμακα που αναλύθηκαν, με σημαντικά αυξημένη πιθανότητα χορήγησης αντικαταθλιπτικών, αγχολυτικών, υπνωτικών και αντιψυχωσικών φαρμάκων σε ασθενείς που νοσηλεύθηκαν για κορωνοϊό σε σχέση με το γενικό πληθυσμό κατά τους πρώτους 12 μήνες κατόπιν εξόδου τους από το νοσοκομείο. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως ο κίνδυνος εμφάνισης νέας νευροψυχιατρικής νόσου δε φάνηκε να διαφέρει μεταξύ αναρρωσάντων από COVID-19 και αναρρωσάντων από άλλες σοβαρές οξείες αναπνευστικές λοιμώξεις (SARI).
Τα παραπάνω δεδομένα είναι εξαιρετικής σημασίας, καθώς δείχνουν πως παρά την παρόμοια έκθεση σε ψυχοπιεστικούς παράγοντες εν μέσω της πανδημίας COVID-19, οι ασθενείς που νόσησαν από κορωνοϊό διατρέχουν έναν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης νευροψυχιατρικών συμπτωμάτων σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Ως εκ τούτου, πέραν των σοβαρών επιπτώσεων της πανδημίας μέσω έμμεσων ψυχολογικών και κοινωνικών μηχανισμών (π.χ. φόβου μόλυνσης, κοινωνικής απομόνωσης, κοινωνικοοικονομικής αποσταθεροποίησης), φαίνεται να υπάρχει επιπλέον βιολογικό υπόστρωμα για την εμφάνιση νευροψυχιατρικών συμπτωμάτων σε ασθενείς με long-COVID.
Από τα παραπάνω καθίσταται επίσης σαφές πως απαιτείται αφενός μια αυξημένη ευαισθητοποίηση και επαγρύπνηση για την έγκαιρη αναγνώριση νευροψυχιατρικών συμπτωμάτων σε ασθενείς που νόσησαν από κορωνοϊό, και αφετέρου συνεργασία νευρολόγων, ψυχιάτρων, ψυχοθεραπευτών και ψυχολόγων, τόσο για τον αποκλεισμό εναλλακτικών αιτίων για τα νευροψυχιατρικά συμπτώματα ενός ασθενούς, όσο και για τη βέλτιστη προσέγγιση και θεραπεία ασθενών με long-COVID στην κλινική πράξη.
Τα διαγνωστικά κέντρα Affidea βρίσκονται στην πρώτη γραμμή για να βοηθήσουν όσους ταλαιπωρούνται με συνεχιζόμενα συμπτώματα long-COVID. Η επιστημονική ομάδα της Affidea, αντιλαμβανόμενη τις επιπτώσεις της πανδημίας στην υγεία όσων νόσησαν από την COVID-19 και εξακολουθούν να υποφέρουν με συμπτώματα, παρέχει την κατάλληλη διάγνωση με εξετάσεις προσαρμοσμένες στις μακροχρόνιες συνέπειες της COVID-19. Οι άρτιες υποδομές, ο εξελιγμένος τεχνολογικός εξοπλισμός και η εμπειρία του ιατρικού προσωπικού υπόσχονται τη σύγχρονη, αποτελεσματική, αλλά κυρίως ανθρώπινη προσέγγιση κάθε ασθενούς, η οποία αντανακλά τη δέσμευση του Ομίλου Affidea για παροχή ασφαλούς, ποιοτικής και αποτελεσματικής φροντίδας.