Όλα της ασφάλισης δύσκολα για τη φετινή σεζόν, εφόσον μιλάμε για τις ασφαλίσεις περιουσίας και πολύ περισσότερο για τις καλύψεις των μεγάλων εμπορικών και βιομηχανικών κινδύνων και εν γένει των επιχειρηματικών ασφαλίσεων.
του Πλάτωνα Τσούλου (ΑΜ τεύχος #91)
Η ασφαλιστική αγορά καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά από δυσκαμψίες, από εμπόδια, στην προσπάθειά της να αναπτύξει τις εργασίες της. Κι όλα αυτά ενώ η οικονομία έχει πάρει μπροστά, το ΑΕΠ της χώρας θα κλείσει φέτος ανοδικά με ένα ανέλπιστο +8% με +8,5% όπως προβλέπουν οι αναλυτές και ο συνδυασμός του Ταμείου Ανάκαμ-ψης με το νέο ΕΣΠΑ εξασφαλίζει για τα επόμενα χρόνια κονδύλια συνολικού ύψους 60 δισ. ευρώ.
Τι προβληµατίζει λοιπόν τους ασφαλιστές;
Όπως εκμυστηρεύονται στο ID γνώστες του κλάδου, αναφερόμενοι στις ασφαλίσεις των μεγάλων εμπορικών και βιομηχανικών κινδύνων, ένα από τα θέματα τα οποία αντιμετωπίζουν οι ασφαλιστικές είναι οι απομειώσεις των αξιών των περιουσιακών στοιχείων στις οποίες προβαίνουν ορισμένοι από τους ομίλους, που μέσω διαγωνισμών του ΤΑΊΠΕΠ απέκτησαν εταιρείες του δημοσίου.
Ειδικότερα αναφέρουν ότι, οι εν λόγω όμιλοι απέκτησαν μεν ως πλειοδότες διαγωνισμών περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου τα οποία εν συνεχεία αναβάθμισαν με επενδύσεις στις οποίες προχώρησαν, ήλθαν όμως στη συνέχεια και αποτίμησαν τα ίδια αυτά στοιχεία σε αξίες χαμηλότερες των όσων τα απέκτησαν. Και αυτό πιθανώς διότι το δημόσιο είχε υπερεκτιμήσει τις σχετικές αξίες όταν προκήρυσσε τους διαγωνισμούς. Συνεπεία όμως τις εν λόγω εξέλιξης, τα ασφαλιζόμενα κεφάλαια εμφανίζονται σήμερα «κουρεμένα», οπότε ανάλογα «κουρεύονται» και τα απαιτούμενα από τις εταιρείες ασφάλιστρα.
Ένα ακόμη εμπόδιο για τις ασφαλιστικές είναι η επιμονή πολλών επιχειρηματιών να μειώνουν τα ασφαλιζόμενα κεφάλαια, είτε αφορούν πάγια στοιχεία τους είτε διαφυγόντα έσοδα και κέρδη, προσεγγίζοντας το ζήτημα της ασφάλισης με λογιστικούς – ταμειακούς όρους και όχι με όρους πραγματικού ρίσκου. Και σε αυτή την περίπτωση όμως, οι ασφαλιστικές εταιρείες μετρούν απώλειες στα έσοδά τους.
Μάλιστα, πρόκειται για τάση η οποία καταγράφεται στην αγορά, όταν την ίδια στιγμή λόγω των πληθωριστικών πιέσεων που δέχεται η παγκόσμια οικονομία, οι αξίες των πρώτων υλών για τις κατασκευές (τσιμέντα, σίδερα κ.α.) έχουν πάρει την ανιούσα, διογκώνοντας σε μεγάλο βαθμό τα κόστη κατασκευής ακινήτων, όπως όμως και τα κόστη ανακατασκευής ή επισκευής. Ενώ λοιπόν οι αξίες των ακινήτων αυξάνονται λόγω της διεθνούς πληθωριστικής κρίσης, μεγάλη μερίδα επιχειρηματιών αντί να αυξάνουν ανάλογα τα ασφαλιζόμενα κε-φάλαια, να μειώνουν περιορίζοντας τα οφέλη των ασφαλιστηρίων συμβολαίων.
Κάτι ανάλογο ισχύει και για τις εταιρείες των οποίων τα έσοδα – κέρδη αυξάνονται λόγω των άνευ προηγουμένων αυξήσεων στις τιμές της αγοράς ενέργειας. Πολλές λοιπόν από τις εταιρείες αυτές αντί, όπως κανείς θα ανέμενε, να αυξάνουν τα ποσά για τα οποία ασφαλίζονται σχετικά με τον κίνδυνο της απώλειας κερδών, τα μειώνουν.
Στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν τα… ανεξήγητα, το γιατί δηλαδή τα ασφαλιζόμενα κεφάλαια όχι μόνο δεν ακολουθούν σε αξία τις αυξήσεις που καταγράφονται την περίοδο αυτή διεθνώς, αλλά κινούνται ανάστροφα, οι ασφαλιστές καταλήγουν στο εξής συμπέρασμα: Πέρα από την όποια προσπάθεια των επιχειρηματιών να… μαζέψουν τα κόστη τους, το ανορθόδοξο των επιλογών τους εξηγείται από το γεγονός ότι δεν έχουν ακόμη εμπεδώσει την έννοια και την αξία της ασφάλισης. Πρόκειται για δική τους ευθύνη ή για ευθύνη της ασφαλιστικής αγοράς; Η αλήθεια πρέπει να βρί-σκεται κάπου στη μέση…