Την αντίθεσή της στη ρύθμιση για την αναπροσαρμογή ασφαλίστρων τονίζει η ΕΑΔΕ σε επιστολή της προς το Γενικό Γραμματέα Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή.
Ειδικότερα η επιστολή αναφέρει:
Η ΕΝΩΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ, εκφράζει την έντονη αντίθεσή της στο σχέδιο νόμου που εμπεριέχει ρύθμιση αναπροσαρμογής των ασφαλίστρων υγείας στα συμβόλαια ισόβιας κάλυψης, που προφανώς επιχειρείται με αποδοχή αιτημάτων των Ασφαλιστικών Εταιριών, όπως θεωρούμε ότι συμβαίνει, μετά και από το γεγονός της ακύρωσης πρόσφατα του προστίμου, που είχε επιβληθεί σε ασφαλιστική εταιρεία για παράνομες αυξήσεις.
Πιστεύουμε ότι το ισχύον καθεστώς των ρητρών που περιέχονται στα ασφαλιστήρια συμβόλαια ισόβιας κάλυψης, όπως είχε ερμηνευθεί από αποφάσεις δικαστηρίων (π.χ. ΑΠ 1030/20011, 22/2004, ΑΠ 1407/2002, ΑΠ 413/2019 και άλλες πολλές) είχε περισσότερο από επαρκώς αντιμετωπίσει το θέμα των αυξήσεων και δεν χρειάζεται νομοθετική παρέμβαση, όπως η προτεινόμενη, η οποία είναι και νομικά προβληματική, διότι:
- Στο προτεινόμενο άρθρο αναφέρεται ότι αφορά και τις μακροχρόνιες συμβάσεις ασφάλισης υγείας, που έχουν καταρτιστεί μέχρι την έναρξη ισχύος τού υπό ψήφιση νόμου, κατά σαφή παράβαση συνταγματικών διατάξεων και της λοιπής νομοθεσίας μας, περί μη αναδρομικότητας των νόμων και της από αιώνων ισχύουσας αρχής σταθερότητας του δικαίου και των συμβάσεων, «pacta sunt servanta». Πέρα από την αντίθεση της με τον Νόμο, μια τέτοια νομοθετική ρύθμιση είναι αντίθετη και με την κοινή λογική ότι δηλαδή μπορεί αυτή να ανατρέψει ιδιωτικές συμφωνίες;
- Για τα προτεινόμενα δύο κριτήρια, ήτοι της ηλικίας και υγείας του ασφαλισμένου, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη ούτε εξειδίκευση σε τι ποσοστό θα συμμετέχει στην αναπροσαρμογή κάθε κριτήριο και έτσι είναι αόριστα και εναντίον της ασφάλεια του δικαίου που πρέπει να υπάρχει
- Η πρόβλεψη ότι με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων μπορούν να καθορίζονται οι κρίσιμοι δείκτες ή παράγοντες, από τους οποίους εξαρτάται η αναπροσαρμογή, καθιστά την όλη νομοθετική πρόταση παντελώς ανασφαλή για τον καταναλωτή ο οποίος δεν δύναται να γνωρίζει την πιθανή μελλοντική νομοθέτηση η οποία θα έχει μάλιστα και αναδρομική ισχύ. Πέρα από την πιο πάνω αστοχία, υπάρχει και μια άλλη παράμετρος, η οποία, με βεβαιότητα, θα επιφέρει αδικίες αλλά και απορρύθμιση της αγοράς, προς αποκλειστικό, μη νόμιμο και ηθικό, όφελος υπέρ των Ασφαλιστικών εταιρειών και σε βάρος των καταναλωτών. Το σχέδιο νόμου δεν προβλέπει ότι η αναπροσαρμογή, η οποία θα προκύπτει από τους δείκτες και παράγοντες, που θα ορίζει η Υπουργική Απόφαση, είναι υποχρεωτική για την Ασφαλιστική Εταιρεία. Έτσι η Ασφαλιστική Εταιρεία, που θα επιθυμεί να διακόψει ένα «βαρύ» γι’ αυτήν συμβόλαιο, θα γνωστοποιεί πρός τον πελάτη/καταναλωτή μια υπερβολική αύξηση, διαφορετική και πάνω από αυτή που προκύπτει από την Υπουργική Απόφαση. Ο καταναλωτής, βεβαία, δεν θα την δέχεται και θα ακυρώνεται το συμβόλαιο! Τέτοιο όμως αποτέλεσμα της πρότασης του Σχεδίου Νόμου στο σημείο αυτό, είναι μακράν από τη συμπεριφορά ενός Κράτους Δικαίου και γενικότερα της Χρηστής Διοίκησης, που πρέπει να αποβλέπει στη διαφύλαξη των συμφερόντων των πολιτών και όχι των Ιδιωτικών Εταιρειών. Το ελάχιστο που μπορεί να γίνει στην ανωτέρω πρόβλεψη του Σχεδίου Νόμου, είναι να οριστεί ότι οι διατάξεις της Υπουργικής Απόφασης και τα εξ αυτής αποτελέσματα είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ για τις Ασφαλιστικές Εταιρείες. Επίσης η δυνατότητα, που δίνεται στον καταναλωτή, σε περίπτωση που δεν συμφωνεί με την αύξηση, να την αρνηθεί, με συνέπεια την ακύρωση του συμβολαίου, στο οποίο έχει στηρίξει την ασφάλεια της υγείας του και στην ουσία της ΖΩΗΣ του, αποτελεί, κατά τον επιεικέστερο χαρακτηρισμό, νομική πρωτοτυπία αλλά Συγχρόνως είναι και ανάλγητη και επικίνδυνη, αφού θα βρεθούν εκτός ασφάλισης ηλικιωμένοι αλλά και ανάπηροι, ασθενείς κλπ. οι οποίοι δεν θα μπορούν να πληρώσουν τις αυξήσεις και δεν θα μπορούν να ασφαλιστούν εκ νέου, λόγω ηλικίας, προϋπαρχουσών πιά ασθενειών κλπ.
- Όλη η υπάρχουσα νομοθεσία περί ασφαλίσεων υγείας κλπ. τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τις οδηγίες και Κανονισμούς που έχει εκδώσει όσο και της Ελληνικής Νομοθεσίας, έχει σαφέστατο και μοναδικό/αποκλειστικό προσανατολισμό την προστασία του καταναλωτή, η οποία προφανώς δεν επιτυγχάνεται με την προτεινόμενη τροποποίηση και κυρίως με το ότι ΘΑ καθορίζονται οι κρίσιμοι δείκτες με Υπουργική Απόφαση, με συνέπεια να αλλάζουν και πάλι με απόφαση του Υπουργού.
- Προβλέπεται στην προτεινόμενη ρύθμιση ότι οι πάσης φύσεως ενημερώσεις προς τον λήπτη ασφάλισης μπορεί να γίνονται με «αποστολή» συστημένης επιστολής. Όμως στο δεύτερο εδάφιο της ίδιας προτεινόμενης παραγράφου ( με αριθμό 5) προβλέπεται ότι η «παράδοση» της συστημένης επιστολή αποτελεί τεκμήριο ότι ο λήπτης της ασφάλισης (ασφαλισμένος/καταναλωτής) έλαβε γνώση. Κατά καλύτερή μας γνώση, οι έννοιες «αποστολή» και «παράδοση» είναι δύο διαφορετικές νομικές έννοιες, με παντελώς διαφορετικές έννομες συνέπειες. Παγία δε είναι η νομολογία από δεκαετίες ότι για να υπάρξει γνώση θα πρέπει να παραληφθεί η συστημένη επιστολή ιδιοχείρως από αυτόν στον οποίον απευθύνεται και σε περίπτωση παράδοσης σε τρίτο πρόσωπο θα πρέπει να αποδεικνύεται η παράδοση της επιστολής από το τρίτο πρόσωπο στον παραλήπτη/λήπτη ασφάλισης ( βλέπετε ΑΠ 1250/2001, 431/2004 και άλλες πολλές).
Τέλος, θεωρούμε μη αποδεκτό, στις περιπτώσεις που προβλέπει το σχέδιο Νομού, ότι πρέπει να αλλάξει νόμος, που ισχύει από δεκαετίες και μάλιστα στο ευαίσθητο θέμα ισοβίων συμβολαίων υγείας των καταναλωτών, που στην κρίσιμη αυτή εποχή που ζούμε, με τα χιλιάδες προβλήματα που αντιμετωπίζουν, έχουν ανάγκη στήριξης και όχι εγκατάλειψης από το Κράτος, που κατά το Σύνταγμα έχει υποχρέωση να μεριμνά για την υγεία των πολιτών και να παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και της περίθαλψης των απόρων. ( άρθρο 21 παρ. 3).