Στην τρέχουσα επιχειρηματική πρακτική, πέραν της μεγιστοποίησης του κέρδους και της ελαχιστοποίησης του κόστους, οι επιχειρήσεις θέτουν στόχους εξίσου σημασίας, όπως η ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού τους, η κοινωνική τους υπευθυνότητα και η προστασία του περιβάλλοντος. Οι απαιτήσεις της αγοράς και ο ανταγωνισμός ωθούν τις εταιρείες να υιοθετούν τακτικές, οι οποίες θα τους προσδώσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
των Υποψ. Διδ. Α. Μαραβελάκη,Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο, Επικ. Καθηγ. Χρ. Λεμονάκη,Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο, Καθηγητή Κωνσταντίνου Ζοπουνίδη, Ακαδημαϊκού, Πολυτεχνείο Κρήτης, Audencia Business School, Γαλλία
Η έννοια της Εταιρικής Διακυβέρνησης (ΕΔ εν συντομία) εισάγεται το 1930, με έμφαση στην εκπροσώπηση των ιδιοκτητών στην διακυβέρνηση, καθώς η διοικητική λειτουργία των εταιρειών μετατίθεται σε επαγγελματικά διοικητικά στελέχη. Με την πάροδο των ετών γίνεται αντιληπτό ότι η ΕΔ και οι μηχανισμοί της κρίνεται αναγκαίο να προσαρμοστούν στις μεταβολές των αγορών. Οι κεφαλαιαγορές αναπτύσσονται, τα μετοχικά σχήματα των επιχειρήσεων αλλάζουν και τίθενται έτσι επιχειρησιακά, θεσμικά, νομικά και κοινωνικά ζητήματα που απαιτούν επίλυση. Επιπλέον, η επιχείρηση μπορεί να αυξήσει την κινητικότητα του κεφαλαίου της και έτσι να επιμηκύνει την διάρκεια ζωής της, διαχωρίζοντας την διοίκηση από την ιδιοκτησία. Πιο συγκεκριμένα, ο κεφαλαιούχος διαθέτει την επιλογή της εξόδου από την αφοσίωση ή την συμμετοχή στη διοίκηση. Η επιλογή της εξόδου δεν επιφέρει κόστος σε αυτόν, καθώς στην περίπτωση μίας αναπτυγμένης μεγάλης κεφαλαιαγοράς, ο επενδυτής ενδιαφέρεται για την βραχυχρόνια μεταβολή της αξίας της μετοχής της επιχείρησης ή το ετήσιο μέρισμά της. Για τις άλλες δύο επιλογές το «κόστος» αυξάνεται, με την έννοια ότι η αφοσίωση απαιτεί την αδιάκοπτη παροχή αξιόπιστων πληροφοριών προς τα ενδιαφερόμενα μέρη, και η συμμετοχή στη διοίκηση απαιτεί διαπραγματευτική δύναμη από τον κεφαλαιούχο. Ως εκ τούτου, γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι τα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα μίας εταιρείας μαζί με την διαφάνεια στην λήψη αποφάσεων είναι σημαντικοί παράγοντες προσέλκυσης κεφαλαίων. Τα μεγάλα οικονομικά σκάνδαλα (όπως τα ευρέα γνωστά της Enron, WorldCom κ.α.), ωστόσο, ανάγουν την ΕΔ σε κρίσιμο μηχανισμό για τη σημερινή επιχείρηση.
Από την άλλη, σε επίπεδο υιοθέτησης λογιστικών προτύπων, η παγκοσμιοποιημένη αγορά έχει ωθήσει στη δημιουργία ενός οργανισμού που κατευθύνει τα έθνη στην εφαρμογή εποπτικών μηχανισμών. Το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων ορίζει ένα σύνολο προτύπων και διερμηνειών. Τα όργανα μέσω των οποίων το πετυχαίνει αυτό είναι η Επιτροπή Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (I.A.S.C.), το Σώμα Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (I.A.S.B.) όπου καταρτεί και εκδίδει τα Λογιστικά Πρότυπα, η Συμβουλευτική Επιτροπή Προτύπων (S.A.C.) που παρέχει συμβουλές στο IASB και το ανατροφοδοτεί ως προς την πορεία της εφαρμογής των προτύπων, και η Επιτροπή Διερμηνειών Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (I.F.R.I.C.) που ερμηνεύει τα Πρότυπα και φροντίζει για την έγκαιρη παροχή οδηγιών για την εφαρμογή τους. Έχουμε έτσι τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ) που αναπτυχτήκαν έως το Μάρτιο του 2002, και από εκεί και έπειτα τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (ΔΠΧΠ). Ο στόχος των ΔΛΠ/ ΔΠΧΠ είναι η ανάπτυξη αυτών των κανόνων και των αρχών για την σύγκληση της λειτουργίας των επιχειρήσεων. Η υιοθέτηση των ΔΛΠ εκφράζει την προσπάθεια των αρχών για επίτευξη αξιόπιστων οικονομικών πληροφοριών για την προστασία των επενδυτών και όλων των ενδιαφερόμενων μερών.
Χαρακτηριστικά ΕΔ
Πληθώρα ερευνών ασχολούνται με τη χρηματοοικονομική αποδοτικότητα των επιχειρήσεων και τη σχέση αυτής με τους μηχανισμούς ΕΔ που εφαρμόζουν οι επιχειρήσεις. Πολλές εκ των οποίων υποστηρίζουν ότι οι επιχειρήσεις που εφαρμόζουν μηχανισμούς ΕΔ τείνουν να πετυχαίνουν καλύτερα αποτελέσματα και κατ’ επέκταση να είναι μακροβιότερες.
Οι επενδυτές αντιλαμβάνονται την ΕΔ ως ξεχωριστή κατηγορία κινδύνου, εννοώντας ότι εταιρείες με καλύτερο επίπεδο ΕΔ παρουσιάζουν μικρότερο επενδυτικό κίνδυνο. Εδώ ανακύπτει και ο παράγοντας κόστος για την εφαρμογή των μηχανισμών και αρχών ΕΔ. Ιδιαίτερα όταν ο βασικός μέτοχος είναι ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης που έχει τον πλήρη έλεγχο. Γιατί να επωμιστεί ένα σύνολο κανόνων, διαδικασιών και υποχρεώσεων που περιορίζουν την εξουσία του, μειώνουν την ευελιξία στην λήψη αποφάσεων, επιβαρύνουν το κόστος λειτουργίας της εταιρείας και μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα; Τα κίνητρα για να το κάνει αυτό είναι σαφώς το κόστος απόκτησης κεφαλαίων που μειώνεται όταν εφαρμόζονται αυτοί οι μηχανισμοί και επιπλέον η επιχείρηση μέσω της ΕΔ αναπτύσσει την λειτουργία της προσανατολισμένη προς το περιβάλλον της και γίνεται κοινωνικά υπεύθυνη.
Θεωρητική προσέγγιση ΕΔ
Αρκετές θεωρίες ΕΔ έχουν αναπτυχθεί προκειμένου να κατευθύνουν τις επιχειρήσεις στην υιοθέτηση των πλέον κατάλληλων μέσων για την ορθή λειτουργία τους. Από τις πρώτες και βασικότερες η Θεωρία Αντιπροσώπευσης (Agency Theory). Οι κυριότεροι μηχανισμοί ΕΔ με βάση αυτή την θεωρία είναι η εποπτεία, η ευθυγράμμιση των συμφερόντων των στελεχών με εκείνα των ιδιοκτητών, και οι πιέσεις των στελεχών από την αγορά, με την έννοια της κεφαλαιαγοράς και την τιμή της μετοχής, καθώς και την έννοια της αγοράς στελεχών αναφερόμενη στις εξαγορές και συγχωνεύσεις. Οι κύριες πηγές προβλημάτων ανάμεσα στους ιδιοκτήτες και τα διοικητικά στελέχη εδώ είναι ο ηθικός κίνδυνος ότι τα στελέχη δεν εκτελούν τα καθήκοντα τους με βάση τις ικανότητες τους. Από την άλλη ο ιδιοκτήτης δεν δύναται να προσδιορίσει σε ποιο βαθμό το στέλεχος ασκεί τα καθήκοντα του χρησιμοποιώντας στο έπακρο τις ικανότητες του (επιζήμια επιλογή). Τέλος, υπάρχει και η ασύμμετρη πληροφόρηση που ανατροφοδοτεί τις παραπάνω συμπεριφορές.
Μια δεύτερη προσέγγιση που αναπτύχθηκε αποτελεί η Θεωρία των Ενδιαφερόμενων Μερών (Stakeholder Theory). Η έννοια του ενδιαφερόμενου μέρους έχει διευρυνθεί και συμπεριλαμβάνει όλες αυτές τις ομάδες που χωρίς την στήριξή τους ο οργανισμός δεν θα λειτουργούσε. Η θεωρία αναγνωρίζει την επιρροή, τη δύναμη και την αλληλεξάρτηση της εταιρείας με το περιβάλλον της. Οι αδυναμίες που είχε η Θεωρία Αντιπροσώπευσης, έγινε προσπάθεια να καλυφθούν από την δεύτερη αυτή θεωρία, των Ενδιαφερόμενων Μερών.
Επομένως, από τα παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα ότι σημαντικός παράγοντας για ορθή ΕΔ είναι η διαφάνεια ως προς τις διαδικασίες της επιχείρησης και η εξασφάλιση των παρεχόμενων πληροφοριών. Εργαλεία προς αυτό το σκοπό είναι τα συστήματα πληροφοριακής τεχνολογίας. Οι μικρό-μέτοχοι και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη λαμβάνουν πληροφορίες για την αξία και την απόδοση της εταιρείας, κυρίως μέσω των περιοδικών χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Αυτές οι καταστάσεις απεικονίζουν μόνο ένα μέρος των οικονομικών γεγονότων που διαμορφώνουν την αξία και την απόδοση της εταιρείας.
ΕΔ και ΔΛΠ/ΔΠΧΠ
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό το πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος των λογιστών σε μία εταιρεία. Σε αυτούς «πέφτει» το βάρος υιοθέτησης των εποπτικών εργαλείων, μέσω των οποίων η εταιρεία θα λειτουργήσει στα πλαίσια ορθής ΕΔ, εναρμονισμένη με τις αρχές που ισχύουν στην αγορά που δραστηριοποιείται. Οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις παρέχουν, κατά πάγια πρακτική, την απαραίτητη πληροφόρηση προς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Λαμβάνοντας υπόψη σχετικές έρευνες, οι λογιστές αντιμετωπίζουν σήμερα νέες προκλήσεις προκειμένου να εντάξουν στην χρηματοοικονομική πληροφόρηση των ενδιαφερόμενων μερών την αξιολόγηση των επιχειρήσεων πέρα από την οικονομική τους, και για την κοινωνική και περιβαλλοντική τους αποδοτικότητα. Υπάρχει σήμερα ανάγκη ενσωμάτωσης καινοτόμων μοντέλων που θα παρακολουθούν την πορεία των στόχων και τυχόν αποκλίσεις, ώστε να λαμβάνονται οι απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις.
Το ζήτημα της ΕΔ και του ρόλου των εργαλείων ελέγχου (ΔΠΛ/ ΔΠΧΠ) έχει προκαλέσει πλήθος συζητήσεων σε επιστημονικούς και όχι μόνο κύκλους. Επιπλέον, οι εταιρείες διαφέρουν ως προς τη συμμόρφωση και στην ποιότητα των γνωστοποιήσεων. Πλήθος ερευνών φανερώνουν ότι ισχυρότεροι μηχανισμοί ΕΔ οδηγούν σε μεγαλύτερη συμμόρφωση των εταιρειών με τις απαιτούμενες γνωστοποιήσεις των ΔΛΠ/ ΔΠΧΠ.