H θετική καταρχήν ανταπόκριση, που σύμφωνα με τις πληροφορίες μας επιφύλαξε η αγορά στις δύο Πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος θα έπρεπε να θεωρείται φυσιολογική και αναμενόμενη. Κι όμως, αποτελεί μεγάλη έκπληξη γιατί ακριβώς κινείται στη σωστή κατεύθυνση!
Όποιος, από το καλοκαίρι του 2011, έχει κρατήσει στη σειρά τα αρχικά κείμενα του σχεδίου διαβούλευσης περί του «Κώδικα Δεοντολογίας», τα ενδιάμεσα κείμενα που προέκυπταν μετά τις παρατηρήσεις και τα υπομνήματα των συλλογικών φορέων των Διαμεσολαβούντων, αλλά και μεμονωμένων φυσικών προσώπων, είδε, μάλλον με απογοήτευση, το τελικό σχέδιο που είδε το φως της δημοσιότητας στις αρχές του φετινού καλοκαιριού.
Στο σημείο αυτό υπήρξε και η καθοριστική παρέμβαση της Ένωσης Ασφαλιστικών Διαμεσολαβητών Ελλάδος (ΕΑΔΕ), η οποία προκάλεσε και τη συνάντηση-συζήτηση με τον νέο Επόπτη. Η συνάντηση της 18ης Ιουνίου 2013 είναι αυτή που ανέτρεψε όλη την οπτική που είχε η Τράπεζα της Ελλάδος για τα Διαμεσολαβούντα Πρόσωπα. Το ID είχε από τότε τονίσει (βλέπε εδώ) για το κλίμα που επικράτησε και τις προσδοκίες που αναπτύχθηκαν, για την άλλης μορφής επικοινωνία που αναπτύχθηκε. Έγινε σαφές, ότι ο Ασφαλιστικός Διαμεσολαβητής δεν μπορεί να είναι ο μονίμως απολογούμενος, ο μονίμως κατηγορούμενος και ο… συνήθης ύποπτος. Η σοβαρή προσέγγιση της ΕΑΔΕ στα υπό συζήτηση θέματα έπεισε ότι ο διαμεσολαβητής είναι επιχειρηματίας που, επί ίσοις όροις, μπορεί και πρέπει να συμβάλλεται με τις ασφαλιστικές εταιρείες και να αναπτύσσει την επιχειρηματική του δραστηριότητα στην κοινωνία. Το άκρως ορθολογικό υπόμνημα της ΕΑΔΕ της 14ης Ιουνίου, αλλά και τα πρόσθετα διευκρινιστικά έγγραφα που ακολούθησαν, άλλαξαν τη συνολική εικόνα. Ουσιαστικά, μετακίνησαν τη θεματολογία από το “πώς θα περιορίσουμε και θα ελέγξουμε τους Διαμεσολαβητές”, στο “πώς θα οργανώσουμε την αγορά”. Τεράστια η διαφορά και η επιτυχία.
Στη συνάντηση αυτή, αλλά και στην «ανοικτή γραμμή» που δημιουργήθηκε μεταξύ της Διοίκησης της ΕΑΔΕ και της ΔΕΙΑ, κατέστη απολύτως κατανοητό, αφενός ότι η αγορά χρειάζεται επειγόντως πλαίσιο ισονομίας και ίσων αποστάσεων, με την Εποπτική Αρχή να αναλαμβάνει αυτό το βάρος και αφετέρου ότι η ασφαλιστική διαμεσολάβηση, μέσω των συνδικαλιστικών της εκπροσώπων, επιθυμεί την ύπαρξη σταθερών κανόνων και την κατοχύρωση πάγιων και μη αμφιλεγόμενων διαδικασιών στην αγορά.
Το τελικό κείμενο των δύο Πράξεων πρέπει αναμφιβόλως να πιστωθεί, πέραν από την ΔΕΙΑ και τον επικεφαλή της κ. Ζάρκο και στη Διοίκηση της ΕΑΔΕ, όχι γιατί «πέρασε» τις θέσεις της, αλλά γιατί απέδειξε ότι μόνο η σοβαρή προσέγγιση των θεμάτων, η τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία και η συνεχής και συνεπής προσήλωση στις αξίες της ασφάλισης, δημιουργούν συνθήκες αποτελεσματικότητας και επιτυχούς έκβασης. Όσοι οραματίστηκαν, όσοι εργάστηκαν και όσοι υλοποίησαν την ενιαία έκφραση των Διαμεσολαβητών, μέσω της δημιουργίας της ΕΑΔΕ, δικαιώνονται και μπορούν να συνεχίσουν ενδυναμωμένοι. Η ουσιαστική διαβούλευση και η πραγματική συναίνεση, μόνο θετικά μπορούν να προμηνύουν για την αγορά.