Η ελληνική οικονομία κατέχει πλέον την τελευταία θέση του μέσου μισθού ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας υπολογισμένου σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης συγκριτικά με τις χώρες της ΕΕ27. Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ – Κέντρο προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών η σύγκριση για τους μισθοί των Ελλήνων σε σχέση με τις αποδοχές προ κρίσης, δηλαδή το 2009, είναι αποκαλυπτική και ταυτόχρονα αποκαρδιωτική.
“Δεν χωράει αμφιβολία ότι, σε σύγκριση με τις χώρες της ΕΕ27, η Ελλάδα έχει διέλθει μια μακρά περίοδο περικοπών και στασιμότητας των αμοιβών εργασίας. Οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται αντιστοιχούν σε χαμηλότερες αποδοχές και σχετικά, περισσότερες ώρες εργασίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, κατά το 2022, το 23,1% των εργαζομένων (περίπου 1 στους 4) να υπολογίζεται ότι διαβιοί με διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο του κατωφλιού φτώχειας του 2009. Το φαινόμενο των εργαζόμενων φτωχών οφείλει να αποτελέσει επίκεντρο της αναπτυξιακής ατζέντας της χώρας και να απασχολήσει εντονότερα την κοινή γνώμη. Η αύξηση της απασχόλησης, μέσα από τη δημιουργία καλά αμειβόμενων και ποιοτικών, θέσεων εργασίας, αποτελεί παράγοντα για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στη χώρα μας” αναφέρεται.
Από το 2020 έως και το 2023, η μέση αύξηση των ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο στην ΕΕ27 εκτιμάται σε 3,4%, έναντι 9,25% στην Ελλάδα – δηλαδή, τριπλάσια του μέσου όρου. Είναι ενδεικτικό ότι για το 2023, μεταξύ των χωρών της ΕΕ27, η Ελλάδα εμφανίζει τη δεύτερη υψηλότερη επίδοση σε ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο. Παράλληλα, στη διάρκεια της δεκαπενταετούς περιόδου που μεσολάβησε από την κρίση του 2009, η χώρα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη μείωση στο ύψος των πραγματικών ωρομισθίων (-23,7%), με δεύτερη την Ουγγαρία (-15%).
“Ενώ κατά τη διάρκεια της κρίσης στην Ελλάδα η ανεργία αυξήθηκε απότομα, ξεπερνώντας ακόμα και το επίπεδο του 25%, πολλές και πολλοί, που διατήρησαν τις θέσεις εργασίας τους, αντιμετώπισαν χαμηλές αμοιβές ή πολύχρονη στασιμότητα στις αποδοχές τους και σταδιακά έγιναν εργαζόμενοι φτωχοί*” επισημαίνει το ΚΕΠΕ.
Από το 1995 έως και το 2008, η σχετική αγοραστική δύναμη του μέσου καταβεβλημένου ωρομισθίου στην Ελλάδα υπολογίζεται σε πάνω από το 60% του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ27 .
Σύμφωνα με την Eurostat, οι εργαζόμενοι φτωχοί ορίζονται ως το ποσοστό του πληθυσμού που παρότι εργάζεται (είτε σε σχέση μισθωτής εργασίας, είτε με αυτοαπασχόληση), το ατομικό διαθέσιμο εισόδημά του βρίσκεται κάτω από το κατώφλι φτώχειας. Κατά συνέπεια, το μέτρο αποτελεί ένδειξη του κατά πόσο η εργασία που προσφέρεται σε μία οικονομία δεν αποτελεί ικανό παράγοντα διεξόδου από την εισοδηματική φτώχεια.