Δραματική μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας κατά 4,1-12,4% ως το 2035 ή κατά 7,3-23,4% ως το 2050 προβλέπει μελέτη με τίτλο “Ο Πληθυσμός της Ελλάδας στον ορίζοντα του 2050” που διενεργήθηκε από τον Καθ. Βύρωνα Κοτζαμάνη του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Σύμφωνα με τη μελέτη, στο τέλος της εικοσαετίας 2015-2035 ο πληθυσμός της χώρας θα φτάνει τα 9,5-10,4 εκατ. άτομα, έναντι 10,86 εκατομμυρίων το 2015, μειωμένος κατά 4,1-12,4%, ενώ το 2050 θα κυμαίνεται από 8,3-10 εκατ. άτομα μειωμένος από 7,3-23,4%. Το 2035 το ποσοστό των ατόμων άνω των 65 ετών και των ατόμων άνω των 85 ετών στον συνολικό πληθυσμό (20,9 και 2,8% το 2015) αναμένεται να κυμανθεί από 27,9% -27,2% για τους πρώτους και 4,1%- 4,5% για τους δεύτερους, ενώ τα ποσοστά των νέων (0-14 ετών και 0-18 ετών) από 11,0% έως 12,4% για τους πρώτους και 15,8% – 14,2% για τους δεύτερους αντίστοιχα.
Το 2050 το ποσοστό των ατόμων άνω των 65 ετών και των ατόμων άνω των 85 ετών στον συνολικό πληθυσμό (20,9 και 2,8% το 2015) αναμένεται να κυμανθεί από 33,1% -30,3% για τους πρώτους και 6,5%-4,9% για τους δεύτερους, ενώ τα ποσοστά των νέων (0-14 ετών και 0-18 ετών) από 14,8% έως 12,0% για τους πρώτους και 19% – 15,4% για τους δεύτερους αντίστοιχα.
Ιδιαίτερη προσοχή προκαλεί στο πλαίσιο αυτό η ταχύτερη αύξηση των ατόμων ηλικίας 85+, σε σχέση με αυτήν των 65+. Το πλήθος τους που σχεδόν δεκαπλασιάσθηκε ανάμεσα στο 1951 και το 2015, αναμένεται εκ νέου να παρουσιάσει μια σημαντική αύξηση την επόμενη 35ετία (από +106 έως +45,6%).
Κατ’ επέκταση, οι δυνατότητες της όποιας παρέμβασης επικεντρώνονται κυρίως στη μετανάστευση, καθώς οι όποιες π.χ. σημαντικές αλλαγές των αναπαραγωγικών συμπεριφορών (ενδεχόμενη αύξηση της γονιμότητας) ελάχιστα θα επηρεάσουν το μέγεθος και την κατανομή ανά ηλικία του πληθυσμού της χώρας μας την επόμενη εικοσαετία.
Επομένως, οι έχοντες την ευθύνη σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων θα πρέπει αφενός μεν να θεωρήσουν ως δεδομένο τις πιθανότατες προαναφερθείσες εξελίξεις στον βραχύ-μέσο χρόνο, να εκτιμήσουν τις επιπτώσεις τους και να τις λάβουν υπόψη στον σχεδιασμό και στην λήψη των όποιων μέτρων πολιτικής, αφετέρου δε, ταυτόχρονα, εάν εκτιμούν ότι οι εξελίξεις αυτές μεσο-μακροπρόθεσμα είναι απευκταίες, να προβληματισθούν από τώρα για τη λήψη μέτρων που αν ληφθούν σήμερα θα «αποδώσουν» μετά από δεκαετίες.
Η οικονομική επίπτωση
Παράλληλα, σε άλλη έρευνα με τίτλο “Ο αντίκτυπος της υπογεννητικότητας στην οικονομική ανάπτυξη” που πραγματοποιήθηκε από την ΜΚΕ HOPEgenesis αναλύεται το ζήτημα της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα μέσα από την ανάδειξη των αιτιών δημιουργίας του και δείχνει τον αντίκτυπο στην οικονομική ανάπτυξη. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η επιβάρυνση του δημογραφικού ζητήματος στην Ελλάδα είναι στενά συνδεδεμένη με την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης, από το 2010 και μετά.
Η γήρανση του πληθυσμού, οι μειωμένες κρατικές δαπάνες λόγω μνημονίων, το άνισα κατανεμημένο νοσοκομειακό και μαιευτικό δίκτυο της χώρας, η δυσκολία των γυναικών που ζουν σε απομακρυσμένες νησιωτικές και ηπειρωτικές περιοχές να λαμβάνουν ολοκληρωμένες μαιευτικές και γυναικολογικές υπηρεσίες και η οικονομική μετανάστευση των νέων (το γνωστό “brain drain”) συγκαταλέγονται μεταξύ των αιτιών που συνέβαλαν τόσο στην αύξηση της υπογεννητικότητας όσο και στην αντιστροφή του θετικού ισοζυγίου γεννήσεων και θανάτων από το 1960 μέχρι το 2010. Επιπλέον, μέσω της χρήσης συγκριτικών δεδομένων από 14 χώρες, η μελέτη ανέδειξε τη θετική συσχέτιση μεταξύ του δείκτη γεννήσεων και της οικονομικής ανάπτυξης, υπολογίζοντας ότι κάθε αύξηση του δείκτη γεννήσεων κατά 1% οδηγεί σε κατά κεφαλήν αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,4%, ένα πραγματικά εντυπωσιακό εύρημα για τη χώρα μας. Από την έρευνα προκύπτει και η άμεση σχέση του προβληματικού συνταξιοδοτικού και ασφαλιστικού συστήματος με την υπογεννητικότητα, καθώς η οικονομικά ενεργή βάση που μειώνεται συνεχώς καλείται να συντηρήσει τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 1960-2015 το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού και των νέων της χώρας μειώθηκε κατά 15% περίπου, ενώ ο πληθυσμός άνω των 65 τετραπλασιάστηκε. Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η διαπίστωση ότι σήμερα σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες οι γυναίκες αποκτούν λιγότερα παιδιά από ότι απαιτούνται για να μείνει σταθερός ο πληθυσμός της κάθε χώρας.
Το επίπεδο αντικατάστασης των γενεών αποτιμάται στα 2.1 παιδιά ενώ συγκεκριμένα στην Ελλάδα ο αριθμός αυτός αγγίζει οριακά το 1.3, καθιστώντας την Ελλάδα ουραγό στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, η μελέτη καταθέτει και συγκεκριμένες προτάσεις για την αντιστροφή της αρνητικής τάσης που παρουσιάζεται κατά τα τελευταία έτη. Μεταξύ αυτών αναφέρονται η ανάγκη χάραξης ενός μεσοπρόθεσμου σχεδίου της Ελληνικής πολιτείας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η παροχή γενναίων οικονομικών και φορολογικών κινήτρων σε οικογένειες, αλλά και η προσπάθεια επαναπατρισμού των νέων που έφυγαν για το εξωτερικό κατά τη διάρκεια της κρίσης. Τέλος, εξαιτίας της ιδιαιτερότητας της γεωγραφίας της Ελλάδος (πολλές απομακρυσμένες δυσπρόσιτες νησιωτικές και ηπειρωτικές περιοχές) χρειάζονται συμπληρωματικές δράσεις φορέων και αστικών μη κερδοσκοπικών εταιριών, που σε συνεργασία με τους κεντρικούς φορείς υγείας, θα υποστηρίζουν τις ιατρικές υπηρεσίες μαιευτικής γυναικολογίας και τις άλλες υπηρεσίες προληπτικής ιατρικής σε περιοχές στις οποίες οι κεντρικές δομές αδυνατούν ή δυσκολεύονται να αντεπεξέλθουν λόγω αυτής της ιδιαιτερότητας του Ελλαδικού χώρου.
Όπως τόνισε ο ιδρυτής και Πρόεδρος της HOPEgenesis, Δρ. Στέφανος Χανδακάς: “Η Ελλάδα γνωρίζει μία πρωτοφανή δημογραφική κρίση η οποία θα οδηγήσει τον πληθυσμό της στα επόμενα τριάντα χρόνια σε ιστορικά χαμηλά νούμερα, αυτά της τάξεως των 6.5 έως 8 εκατομμυρίων Ελλήνων σύμφωνα με μελέτες της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat.
Χρειάζονται συμπληρωματικές δράσεις σε συνεργασία με τους κεντρικούς φορείς υγείας της χώρας αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και αστικώνμη κερδοσκοπικών εταιριών, όπως η HOPEgenesis, οι οποίες θα δρουν πάντοτε υποστηρικτικάσε ευαίσθητους τομείς όπως αυτοί της υπογεννητικότητας και της προληπτικής ιατρικής”. Η HOPEgenesis είναι μία αστική μη κερδοσκοπική εταιρία που ιδρύθηκε το 2015 με στόχο τη μεταβολή του κλίματος της υπογεννητικότητας που μαστίζει την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, αναλαμβάνοντας την οικονομική στήριξη των γυναικών που κατοικούν σε ακριτικά νησιά και απομονωμένες περιοχές της χώρας και επιθυμούν να τεκνοποιήσουν ή κυοφορούν ήδη. Από το 2015 έχει υποστηρίξει 25 γυναίκες κατοίκους απομακρυσμένων περιοχών να φέρουν στην ζωή 26 παιδιά (ενδεικτικά αναφέρονται τα νησιά Αλόννησος, Θύμαινα, Κάσος, Λειψοί, Σκόπελος, Σκύρος, Τήλος, Φούρνοι), ενώ τους επόμενους μήνες αναμένονται να γεννηθούν άλλα 26 μωρά με την αρωγή της HOPEgenesis.
Το πρόγραμμα της HOPEgenesis έχει «υιοθετήσει» 36 ακριτικά νησιά και 87 απομακρυσμένα χωριά της ηπειρωτικής Ελλάδας αναλαμβάνοντας όλα τα έξοδα κάθε εγκυμονούσας γυναίκας που κατοικεί μόνιμα σε αυτές τις περιοχές.
Πηγή: Healthmag.gr