Οι σχέσεις της Δύσης με την Ινδία βρίσκονται σε ανοδική τροχιά, με στρατηγικά, οικονομικά και ιδεολογικά συμφέροντα που προωθούν μια στενότερη συνεργασία μεταξύ των δημοκρατιών τους. Η συνεργασία καθοδηγείται από διάφορους βασικούς παράγοντες, καθένας από τους οποίους έχει επιπτώσεις τόσο για τις εμπλεκόμενες χώρες όσο και για την ευρύτερη διεθνή κοινότητα.
Ατσαλάκης Γιώργος, Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης
Έχοντας κοινά στρατηγικά συμφέροντα όπως η αντιμετώπιση της κινεζικής επιθετικότητας, ένα από τα κύρια κίνητρα για την ενίσχυση της εταιρικής σχέσης Δύσης-Ινδίας είναι η αμοιβαία ανησυχία για την κινεζική εδαφική επιθετικότητα και τη στρατιωτική επέκταση στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Η Δύση βλέπει τις ενέργειες της Κίνας, ιδιαίτερα στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και κατά μήκος των συνόρων Ινδίας-Κίνας, ως πρόκληση για την περιφερειακή σταθερότητα και τα δικά της στρατηγικά συμφέροντα.
Ειδικά οι Ηνωμένες Πολιτείες βλέπουν την Ινδία ως κεντρικό παράγοντα στη στρατηγική του Ινδο-Ειρηνικού, η οποία στοχεύει στη διασφάλιση ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή. Αυτή η στρατηγική όχι μόνο βοηθά στην εξουδετέρωση της κινεζικής επιρροής, αλλά υποστηρίζει επίσης μια ευρύτερη διεθνή τάξη βασισμένη σε κανόνες. Η Δύση υποστηρίζει τον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό της Ινδίας και την ανάπτυξη υποδομών κατά μήκος των παραμεθόριων περιοχών της ως αντίβαρο στην Κίνα και οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις έχουν γίνει πιο συχνές και περίπλοκες, καλύπτοντας όλους τους στρατιωτικούς τομείς.
Ένας άλλος τομέας συνεργασίας Δύσης Ινδίας είναι η υγειονομική ασφάλεια και η ετοιμότητα για νέες πανδημίες, μια προτεραιότητα που υπογραμμίστηκε μετά την παγκόσμια πανδημία COVID-19. Οι χώρες έχουν υποστεί σημαντικές ανθρώπινες και οικονομικές απώλειες, γεγονός που έχει βοηθήσει τη συνεργασία στον τομέα της δημόσιας υγείας. Η Δύση και η Ινδία έχουν συμμετάσχει σε εκτεταμένη συνεργασία για την αντιμετώπιση της νόσου COVID-19, συμπεριλαμβανομένης της έρευνας και ανάπτυξης εμβολίων, θεραπευτικών μέσων και ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών για τη διαχείριση πανδημικών εξάρσεων. Αυτή η εταιρική σχέση δεν αφορά μόνο τις άμεσες απαντήσεις, αλλά και την ενίσχυση των υποδομών υγείας και των ικανοτήτων για την αντιμετώπιση μελλοντικών παγκόσμιων καταστάσεων έκτακτης ανάγκης στον τομέα της υγείας, καθιστώντας την εταιρική σχέση κρίσιμη για την παγκόσμια διακυβέρνηση της υγείας και την δυνατότητα διαφοροποίησης προμηθευτών στην παραγωγή φαρμάκων.
Περαιτέρω είναι η οικονομική συνεργασία για την διαφοροποίηση των αλυσίδων εφοδιασμού επιδιώκοντας να μειώσουν την εξάρτησή τους από την Κίνα διαφοροποιώντας τις αλυσίδες εφοδιασμού τους, ιδιαίτερα σε κρίσιμους τομείς όπως τα φαρμακευτικά προϊόντα, την τεχνολογία και την μεταποίηση. Αυτή η οικονομική αποσύνδεση από την Κίνα επιταχύνθηκε από την πανδημία, η οποία αποκάλυψε τρωτά σημεία στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την κινεζική μεταποίηση και τις αθέμιτες πρακτικές που ακολουθεί στο διεθνές εμπόριο. Η Δύση και η Ινδία επιδιώκουν ενεργά να οικοδομήσουν πιο ανθεκτικές αλυσίδες εφοδιασμού. Αυτό περιλαμβάνει την ενθάρρυνση των δυτικών εταιρειών να επενδύσουν στην Ινδία και αντίστροφα και τη συνεργασία για την ανάπτυξη και τη μεταφορά τεχνολογίας, η οποία είναι ζωτικής σημασίας για τη διαφοροποίηση της παραγωγής. Αυτή η μετατόπιση στοχεύει στην ενίσχυση της οικονομικής ασφάλειας με την εξάπλωση του κινδύνου παραγωγής και την ενσωμάτωση της Ινδίας πιο βαθιά στα παγκόσμια εμπορικά δίκτυα. Περαιτέρω σε αυτό συμβάλλει η κατάσταση στην Μέση Ανατολή και ο ρόλος του Ιράν μέσω των αντιπροσώπων τους των Χούθι κ.λπ., να διαταράσσουν την παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα. Ο Ινδικός «Δρόμος του Μεταξιού» (IMEC) Ινδία, Σαουδική Αραβία, Ιορδανία, Ισραήλ, Ελλάδα, θα υλοποιηθεί μελλοντικά και θα συμβάλει ως ένα νέο εμπορευματικό δρόμο των ινδικών προϊόντων προς τη Δύση.
Το πολιτικό σύστημα της Ινδίας, ως ομοσπονδιακή κοινοβουλευτική δημοκρατία, περιλαμβάνει μια σύνθετη εκλογική δομή που επηρεάζει σημαντικά τη διακυβέρνηση και την εφαρμογή της πολιτικής της ενόψει των τεραστίων μεταρρυθμίσεων που θα πρέπει να κάνει προκειμένου η Ινδία να παίξει τον νέο ρόλο της στην παγκόσμια οικονομία. Ακολουθεί μια συνοπτική εξήγηση με τις περιπλοκές αυτού του συστήματος:
Η Lok Sabha, ή η Βουλή του Λαού, είναι η κάτω βουλή του δισώματος κοινοβουλίου της Ινδίας και το κύριο νομοθετικό σώμα. Οι εκλογές για το Lok Sabha διεξάγονται κάθε πέντε χρόνια και το σώμα έχει συνολικά 543 εκλεγμένες έδρες. Για να σχηματίσει κυβέρνηση, ένα κόμμα ή ένας συνασπισμός πρέπει να εξασφαλίσει τουλάχιστον 273 έδρες, που αποτελούν απλή πλειοψηφία. Κατά τη διάρκεια των εκλογών, ολόκληρη η χώρα διαιρείται σε 543 εκλογικές περιφέρειες, καθεμία από τις οποίες εκλέγει έναν αντιπρόσωπο χρησιμοποιώντας το εκλογικό σύστημα first-past-the-post. Το νικητήριο κόμμα ή συνασπισμός στη Lok Sabha σχηματίζει κυβέρνηση και ο ηγέτης της γίνεται συνήθως πρωθυπουργός της Ινδίας.
Το Rajya Sabha, ή το Συμβούλιο των ομόσπονδων κρατών, χρησιμεύει ως άνω βουλή στο Κοινοβούλιο της Ινδίας. Σε αντίθεση με τη Lok Sabha, τα μέλη της Rajya Sabha δεν εκλέγονται άμεσα από το κοινό. Αντ’ αυτού, εκλέγονται από τα εκλεγμένα μέλη των νομοθετικών συνελεύσεων, των ομόσπονδων κρατών, χρησιμοποιώντας ένα ενιαίο σύστημα μεταβιβάσιμης ψήφου. Αυτό το σώμα έχει 245 μέλη, με 233 εκλεγμένα και 12 διορισμένα από τον πρόεδρο της Ινδίας για την εμπειρία τους σε συγκεκριμένους τομείς όπως οι τέχνες, η επιστήμη, η λογοτεχνία και η κοινωνική υπηρεσία. Οι θητείες για τη Rajya Sabha είναι κλιμακωτές, με περίπου το ένα τρίτο των μελών να εκλέγονται κάθε δύο χρόνια, διασφαλίζοντας ότι το σώμα είναι ένα συνεχές σώμα με εξαετείς θητείες για κάθε μέλος.
Το κόμμα Bharatiya Janata Party (BJP), επί του παρόντος είναι η κυρίαρχη δύναμη στην ινδική πολιτική, καθώς κέρδισε απόλυτη πλειοψηφία στις δύο προηγούμενες εκλογές της Lok Sabha υπό την ηγεσία του πρωθυπουργού Narendra Modi. Αυτή η κυριαρχία αποδίδεται σε ένα συνδυασμό χαρισματικής ηγεσίας, ισχυρής οργανωτικής δομής και ικανότητας σχηματισμού στρατηγικών συμμαχιών με διάφορα ομόσπονδα κράτη. Αναμένεται ότι στις υπό εξέλιξη εκλογές των 1,4 δις Ινδών, που ήδη έχουν ξεκινήσει την 19/4 και θα ολοκληρωθούν σε έξη εβδομάδες την 1η Ιουνίου, θα επικρατήσει και πάλι ο Modi.
Δεδομένης της ομοσπονδιακής δομής της Ινδίας, ο ρόλος των μεμονωμένων ομόσπονδων κρατών είναι κρίσιμος στην εφαρμογή των αλλαγών που πρέπει να προβεί η Ινδία. Τα ινδικά ομόσπονδα κράτη διαφέρουν σημαντικά στις οικονομικές τους δυνατότητες, τα μοντέλα διακυβέρνησης και την πολιτική ευθυγράμμιση. Αυτή η ποικιλομορφία σημαίνει ότι η δέσμευση της Δύσης πρέπει να είναι λεπτή και προσαρμόσιμη στο τοπικό πλαίσιο. Οι πολιτειακές εκλογές και η περιφερειακή διακυβέρνηση στην Ινδία μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τον ρυθμό και την επιτυχία των πρωτοβουλιών Δύσης-Ινδίας. Για παράδειγμα, κράτη όπως το Γκουτζαράτ και η Καρνατάκα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων και διαθέτουν ισχυρούς μηχανισμούς διακυβέρνησης, καθιστώντας τους ιδανικούς εταίρους για πιλοτικά έργα και βαθύτερους οικονομικούς δεσμούς. Από την άλλη, τα ομόσπονδα κράτη με λιγότερο σταθερό πολιτικό περιβάλλον ή ζητήματα διακυβέρνησης ενδέχεται να θέσουν προκλήσεις στην εφαρμογή τέτοιων συμφωνιών.
Η εταιρική σχέση Δύσης-Ινδίας πρόκειται να ενισχυθεί τα επόμενα χρόνια, καθοδηγούμενη από κοινά στρατηγικά συμφέροντα και αμοιβαίες ανησυχίες για την περιφερειακή ασφάλεια, την υγεία και την οικονομική σταθερότητα. Αυτή η σχέση όχι μόνο υποστηρίζει τα εθνικά συμφέροντα των χωρών, αλλά συμβάλλει επίσης στην ευρύτερη περιφερειακή σταθερότητα και στα πλαίσια της παγκόσμιας διακυβέρνησης με δημοκρατικό τρόπο. Η σχέση αυτή γίνεται ακόμα πιο σημαντική μετά τον διαφαινόμενο πλέον ανταγωνισμό μεταξύ πολιτισμών που εδράζει στην διαμάχη για επικράτηση δημοκρατικών ή αυταρχικών συστημάτων διακυβέρνησης, μερικές φορές εμπλουτισμένα με θρησκευτικό μανδύα.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και τα ενδιαφερόμενα μέρη της Δύσης πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στη δυναμική εντός των ινδικών ομόσπονδων κρατών, καθώς αυτά θα διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της τροχιάς των σχέσεων Δύσης-Ινδίας. Η προσοχή αυτή θα διασφαλίσει ότι η εταιρική σχέση προσαρμόζεται και ανταποκρίνεται στις εξελισσόμενες προκλήσεις και ευκαιρίες στην περιοχή.