της Μαρίας Τζαβέλα, Δικηγόρου, LL.M.
Όπως συμβαίνει και στις άλλες μορφές ασφάλισης, ο ασφαλιστής ευθύνεται για όσο χρόνο διαρκεί η ασφαλιστική σύμβαση.
Η ασφάλιση όμως της αστικής ευθύνης παρουσιάζει μία ιδιαιτερότητα. Όταν κάποιος ασφαλίζει την αστική ευθύνη του από τυχόν αξιώσεις τρίτων, δεν γνωρίζει πότε ο τρίτος θα ασκήσει τις αξιώσεις αυτές. Το τελευταίο έχει ως αποτέλεσμα η ευθύνη του ασφαλιστή να επεκτείνεται και πέρα από το χρόνο λήξης της ασφαλιστικής σύμβασης καθώς μπορεί μεν ο ασφαλιστικός κίνδυνος (ζημιογόνο γεγονός) να επήλθε κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης, οι αξιώσεις όμως του τρίτου να ασκήθηκαν πολύ αργότερα ακόμη και μετά τη λήξη της συμβατικής περιόδου.
Από τα παραπάνω καθίσταται φανερό ότι ο ασφαλιστής περιέρχεται σε δύσκολη θέση καθώς αδυνατεί να προβλέψει τα ποσά και τον χρόνο που θα καταβάλει, με συνέπειες να δημιουργούνται προβλήματα στον επιχειρηματικό του σχεδιασμό. Για να αποφευχθούν τέτοιες καταστάσεις, οι ασφαλιστές δημιούργησαν στην πρακτική τη ρήτρα “claims made ”, δηλαδή αξιώσεων που θα προβληθούν (ΕφΠειρ 1208/2005 με σχόλια Ι. Ρόκα, ΕΕμπΔ 2006, 72 επ.), με την οποία περιορίζεται η ευθύνη τους μόνο στις αξιώσεις των τρίτων ζημιωθέντων που ασκήθηκαν και γνωστοποιήθηκαν στον ασφαλιστή κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής κάλυψης.
Δηλαδή, σύμφωνα με τη ρήτρα αυτή «αξιώσεων που θα προβληθούν» (“claims made policy”), καλύπτονται μόνο οι αξιώσεις αστικής ευθύνης από πράξεις ή παραλείψεις του ασφαλισμένου που καθ’ οποιονδήποτε τρόπο προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής συμβάσεως. Την αυστηρότητα της ρήτρας αυτής μετριάζει η παραλλαγή της που έχει διαμορφώσει ιδιαίτερα η αγγλοσαξονική πρακτική και προβλέπει την κάλυψη, ακόμη και αν δεν προβλήθηκε απαίτηση του τρίτου κατά του ασφαλισμένου μέχρι τη λήξη της ουσιαστικής διάρκειας του ασφαλιστηρίου, αρκεί εντός αυτής της περιόδου ο ασφαλισμένος να ειδοποιήσει τον ασφαλιστή σχετικά με το περιστατικό το οποίο θα μπορούσε να δώσει βάση για αξίωση τρίτου κατ` αυτού στο μέλλον (βλ. σχετ. Ι. Ρόκα: Ιδιωτική Ασφάλιση, 10η έκδοση, σελ. 123-127).
Η ρήτρα “claims made policy” ελέγχεται για την καταχρηστικότητά της, καθώς μπορεί να βλάπτει υπέρογκα τα δικαιώματα του λήπτη, ο οποίος δεν θα καλύπτεται από την ασφαλιστική του σύμβαση στην περίπτωση που ο τρίτος ασκήσει τις αξιώσεις του μετά την λήξη της ασφαλιστικής περιόδου (βλ. Αριστέα Σινανιώτη-Μαρούδη, Ασφαλιστικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελ. 279-280). Η χρήση δηλαδή της συγκεκριμένης ρήτρας δεν είναι άμοιρος συνεπειών όχι ιδιαίτερα ευνοϊκών για τον ασφαλισμένο, ειδικά στο χώρο της ασφάλισης ιατρικής ευθύνης, όταν αφήνεται ακάλυπτο το ενδεχόμενο προβολής αξιώσεων, μετά τη λήξη του συμβατικού χρόνου της ασφάλισης.
Το στοιχείο άλλωστε που χαρακτηρίζει την ασφάλιση ευθύνης, η χρονική δηλαδή αοριστία, ως προς την υποχρέωση του ασφαλιστή να παρέχει ασφαλιστική κάλυψη, η οποία θα μπορούσε να επεκταθεί και μετά την συμβατική λήξη της ασφαλιστικής σύμβασης, εξηγείται από το γεγονός ότι, η προβολή αξίωσης, εκ μέρους τρίτου, που ζημιώθηκε από πράξη ή παράλειψη ασφαλισμένου μπορεί να συμβεί οποτεδήποτε, μετά την ενέργεια της πράξης ή της παράλειψης, που ήταν η γενεσιουργός αιτία της ζημίας, μέσα βέβαια στα όρια του χρόνου παραγραφής της αξίωσης. Με δεδομένο το γεγονός ότι οι απαιτήσεις που απορρέουν από αδικοπραξία υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή, κατά λογική συνεκδοχή, ο ασφαλιστής πρέπει να διατηρεί τα τεχνικά αποθέματα που δημιουργεί για κάθε κίνδυνο που αναλαμβάνει κατά το άρθρο 7 παρ. 2 εδ. Αα ΝΔ 400/70 για μία πενταετία ή γενικότερα για όλο το χρονικό διάστημα παραγραφής όλων των αξιώσεων, που απορρέουν από αστική ευθύνη, την οποία έχει καλύψει, με αντίστοιχες ασφαλιστικές συμβάσεις.
Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να αποδεσμευθεί από υποχρεώσεις που προκύπτουν από ασφαλίσεις, των οποίων η συμβατική ισχύς έληξε μεν, χωρίς όμως συγχρόνως να έχουν παραγραφεί οι αξιώσεις, που θα μπορούσαν οι τρίτοι να προβάλουν εναντίον των ασφαλισμένων, αξιώσεις που απορρέουν από πράξεις ή παραλείψεις αυτών, οι οποίες έλαβαν χώρα, κατά τη χρονική διάρκεια ισχύος της ασφάλισης ευθύνης (βλ. Έφη Τζίβα, Ασφάλιση Ιατρικής Ευθύνης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελ. 129-130).
Στο πλαίσιο των «ημιαναγκαστικού» δικαίου διατάξεων του Ν. 2496/1997 και ειδικά υπό το φως των άρθρων 7, 14, 18, 19 και 33) με προφανή προστατευτικό για το ασθενέστερο μέρος στην ασφαλιστική σύμβαση χαρακτήρα, τίθεται θέμα κύρους της ρήτρας αυτής.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994, Γενικοί όροι Συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.
Με τους Γενικούς Όρους των Συναλλαγών (ΓΟΣ), είτε επιχειρείται απόκλιση από ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου είτε ρυθμίζονται πρόσθετα στοιχεία που δεν αντιμετωπίζονται από διατάξεις του ενδοτικού δικαίου. Η ρύθμιση της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση του βασικού κανόνα της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, για την απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης ενός δικαιώματος ή χρήσης ενός θεσμού (της συμβατικής ελευθερίας).
Ενόψει τούτου, ο έλεγχος του κύρους του περιεχομένου ΓΟΣ βασικά προσανατολίζεται προς τη διάταξη του πιο πάνω άρθρου 281 ΑΚ. Με τους ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη ενδοτικού δικαίου, αλλά μόνο από εκείνες, που φέρουν «καθοδηγητικό» χαρακτήρα ή σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών από τα ουσιώδη, για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσης της σύμβασης, δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών, που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος, χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία, αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου διαταράσσεται όταν, με το περιεχόμενο του ΓΟΣ, αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή.
Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων εις βάρος του καταναλωτή, μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστεως. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή, διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργησή του. Οι ΓΟΣ, τέλος, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης (ΑΠ 237/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Αναφορικά με την ρήτρα «claims made», αυτή πρέπει να ελέγχεται από πλευράς καταχρηστικότητάς της είτε με βάση την παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 στο μέτρο που πρόκειται για καταναλωτική ασφαλιστική σύμβαση, είτε με βάση τις γενικές αρχές του ΑΚ, όταν η συγκεκριμένη σύμβαση εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του δικαίου προστασίας του καταναλωτή (βλ. σχετική ανάλυση Ε. Τζίβα, Ασφάλιση Ιατρικής Ευθύνης, ό.π., σελ. 195-196). Πρέπει δηλαδή να εξετάζεται αν έχει, ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, κυρίως μέσω αναντιστοιχίας, σε βάρος του λήπτη της ασφάλισης, ασφαλίστρου και ασφαλιστικής κάλυψης, ή τη διάψευση των δικαιολογημένων προσδοκιών του ασφαλισμένου, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, το σκοπό της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών, κατά τη σύναψή της, και άλλες υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Άλλως, ελέγχεται αν ο συγκεκριμένος συμβατικός όρος ανατρέπει γενικότερα τη συμβατική ισορροπία και ευνοεί τη δημιουργία καταστάσεων εκμετάλλευσης του συναλλακτικά μειονεκτούντος, κατά συνέπεια είναι καταχρηστικός και ως εκ τούτου άκυρος, με νομικό θεμέλιο το άρθρο 281 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 174 ΑΚ.
Αγαπητοί συντάκτες του άρθρου, αν μπόρεσα να καταλάβω καλά, οι ασφαλιστικές εταιρείες είναι υποχρεωμένες να πληρώσουν οποιαδήποτε απαίτηση ”γεννήθηκε” κατά τον χρόνο ισχύος του συμβολαίου, αρκεί αυτή να δηλώθηκε εντός των χρονικών ορίων παραγραφής (πενταετία). Σήμερα όμως αυτό το ”δικαίωμα” της ετεροχρονισμένης δήλωσης απαίτησης κατά 1, 2 ή 5 χρόνια προστίθεται στα συμβόλαια όσων εταιρειών το επιτρέπουν με είσπραξη επασφαλίστρου. Πράττουν σωστά οι ασφαλιστικές εταιρείες ή όχι;
Σας ευχαριστώ πολύ.