Το χρέος ή διαφορετικά το δάνειο αποτελεί μια μέθοδο χρηματοδότησης επιχειρήσεων, δημόσιων και ιδιωτικών, οργανισμών καθώς και κρατών. Για τα κράτη, το δάνειο είναι χρήσιμο και συνεισφέρει στην ανάπτυξη και την ευημερία όταν ο ρυθμός του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερος από το κόστος δανείου (βλ. Ζοπουνίδης, Βασικές Αρχές Χρηματοοικονομικού Μάνατζμεντ, Εκδ. Κλειδάριθμος, 2013). Για τις επιχειρήσεις, ο δανεισμός συνεισφέρει στην ανάπτυξή τους, όταν ο ρυθμός προόδου της βιομηχανικής αποδοτικότητας (κέρδη πριν τόκους και φόρους / σύνολο ενεργητικού) είναι μεγαλύτερος από το κόστος του χρέους (χρηματοοικονομική μόχλευση, βλ. Ζοπουνίδης, 2013). Στο άρθρο αυτό θα αναφερθούμε αποκλειστικά στο χρέος των επιχειρήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο.
του Καθηγητή Κωνσταντίνου Ζοπουνίδη, Πολυτεχνείο Κρήτης, Επίτιμος Διδάκτορας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Ακαδημαϊκός, Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών & Χρηματοοικονομικών Distinguished Research Professor, Audencia Business School, France
Μετά το 2008
Από την κρίση του 2008 και μετά, το χρέος των επιχειρήσεων σταμάτησε να ανεβαίνει σε όλες τις ηπείρους του κόσμου. Σε μια πρόσφατη έκθεσή του το ΔΝΤ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το ρίσκο αθέτησης των επιχειρήσεων σε περίπτωση επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας. Μερικά στατιστικά στοιχεία φανερώνουν το μέγεθος της τρομακτικής αύξησης του χρέους. Το πρώτο τρίμηνο του 2019, το συνολικό χρέος των επιχειρήσεων (εκτός χρηματοοικονομικού κλάδου) ανέρχεται στο 91,4% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Σε άνοδο 20 σημείων σε είκοσι χρόνια, αυτό το χρέος είναι μεγαλύτερο από αυτό των κυβερνήσεων και των νοικοκυριών σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Χρηματοοικονομικής. 15.300 δις δολάρια ή 13.820 δις ευρώ το ποσό του χρέους των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων στις Η.Π.Α. 640 δις δολάρια το ποσό των επισφαλών απαιτήσεων οι οποίες διακρατούνται από ασιατικές τράπεζες. 143,2% είναι το βάρος του χρέους των γαλλικών επιχειρήσεων σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας. Είναι τρεις φορές μεγαλύτερο σε σχέση με αυτό της Γερμανίας.
Η.Π.Α.: Υπερβολικός δανεισμός
Ο υπερβολικός δανεισμός των επιχειρήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο είναι για μερικούς το ένζυμο για μια προσεχή κρίση. Για άλλους, το φαινόμενο αυτό φανερώνει τη συσσώρευση αδυναμιών στην παγκόσμια οικονομία.
Εξάλλου η ποιότητα του χρέους υποβαθμίστηκε τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ το μέρος των ομολογιακών δανείων που βαθμολογούνται με ΒΒΒ πέρασε από 30% το 2008 σε περισσότερο από 54% σήμερα. Κατά συνέπεια, κάτω από αυτή τη βαθμολογία, η πιθανότητα πτώχευσης είναι αρκετά υψηλή.
Το αμερικάνικο χρέος, εκτός του χρηματοοικονομικού τομέα (Κράτος, νοικοκυριά, επιχειρήσεις) ανέρχεται στο 250% του ΑΕΠ έναντι 315% της Γαλλίας και 178% της Γερμανίας. Ο δανεισμός των νοικοκυριών είναι 75% του ΑΕΠ, ήτοι 15.600 δις δολάρια (FED), ο οποίος είναι περισσότερος από Γαλλία και Γερμανία αντίστοιχα: 60% και 57%. Οι Η.Π.Α. θεωρούνται το κράτος όπου οι πολίτες του δανείζονται για όλες τις δραστηριότητές τους.
Το χρέος των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων ανέρχεται σε 15.300 δις δολάρια (FED), ήτοι 75% του ΑΕΠ έναντι 143% της Γαλλίας και 57% της Γερμανίας. Ωστόσο, οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων δεν αυξάνονται πολύ λόγω της μείωσης των επιτοκίων.
Ασία: Ο φόβος μιας νέας χρηματοοικονομικής κρίσης
Σύμφωνα με μια έκθεση που δημοσιεύθηκε τέλος Σεπτεμβρίου, η Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης αναφέρει ότι το ιδιωτικό χρέος στις αναδυόμενες ασιατικές χώρες συμπεριλαμβανόμενης και της Κίνας, αυξήθηκε κατά δύο τρίτα από τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, για να φθάσει το 170% του ΑΕΠ τους. Σε περίπτωση μιας απότομης πτώσης της παγκόσμιας μεγέθυνσης ή μιας επιδείνωσης της εμπορικής διένεξης μεταξύ Η.Π.Α. και Κίνας, το βάρος του χρέους κινδυνεύει να γίνει μη βιώσιμο και απαγορευτικό για αποπληρωμή. Άλλο ρίσκο σε μερικές χώρες εμφανίζεται ότι ένα σημαντικό μέρος των συναπτόμενων δανείων εκφράζεται σε ξένο νόμισμα, γεγονός που δημιουργεί ευάλωτες επιχειρήσεις σε περίπτωση ανόδου του δολαρίου ή του ευρώ.
Η Ασία συνεισφέρει σε ύψος τα δύο τρίτα της μεγέθυνσης του παγκόσμιου ΑΕΠ και προσελκύει επενδυτές που αναζητούν υψηλές αποδόσεις. Μια μελέτη της συμβουλευτικής εταιρείας McKinsey τον Αύγουστο αναφέρει ότι περιοχή αυτή απορροφούσε 36% των κεφαλαίων το 2018 έναντι 12% το 2017 (τριπλασιασμός). Από την εταιρεία Deloitte LLP αναφέρεται ότι το ποσό των επισφαλών απαιτήσεων φθάνει τα 640 δις δολάρια (άνοδος 23% σε σχέση με το 2018), το μισό του οποίου διακρατείται από οργανισμούς στην Κίνα. Για να υποστηρίξει την αναπτυξιακή της πορεία, η χώρα αυτή άφησε να της ξεφύγει ο δανεισμός ο οποίος έφθασε το 303% του ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο έναντι 297% ένα χρόνο πριν. Ακόμη, η κυβέρνηση της Κίνας σκοπεύει να κλείσει μέχρι το τέλος του 2020 χιλιάδες επιχειρήσεις “ζόμπι”, οι οποίες δεν μπορούν να επιβιώσουν χωρίς κρατική ή τραπεζική βοήθεια. Μετά την Κίνα και η Ινδία είναι αρκετά εκτεθειμένη στις επισφαλείς απαιτήσεις. Εκτιμούνται στα 160 δις δολάρια (Deloitte). Σύμφωνα με την Moody’s το υψηλό επίπεδο δανεισμού των επιχειρήσεων στην περιοχή Ασία – Ειρηνικού δημιουργεί υψηλούς κινδύνους στις τράπεζες.
Ευρώπη, μικρομεσαίες επιχειρήσεις
Στην Ευρώπη οι επιχειρήσεις είχαν επιταχύνει τη μείωση του δανεισμού τους από την αρχή της κρίσης. Κυρίως στο νότο της Ευρωζώνης οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις διπλασίασαν τις προσπάθειές τους για να “καθαρίσουν” τους λογαριασμούς τους. Μεταξύ 2009 και 2019, το χρέος των επιχειρήσεων μειώθηκε από 129,4% σε 93% του ΑΕΠ στην Ισπανία, από 80% σε 69,5% στην Ιταλία, από 125% σε 99,8% στην Πορτογαλία και από 62,6% σε 55,5% στην Ελλάδα. Σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού βορρά τα δεδομένα δανεισμού ξενίζουν. Λουξεμβούργο 307% του ΑΕΠ, Ιρλανδία 191,2% του ΑΕΠ και Ολλανδία 153,1%. Τα υψηλά αυτά ποσοστά σχετίζονται κυρίως με το δανεισμό πολυεθνικών επιχειρήσεων οι οποίες δεν έχουν σχέση με την τοπική οικονομία. Βραχυπρόθεσμα και κατά μέσο όρο η κατάσταση αυτή δεν προκαλεί ανησυχία. Μέσο – μακροπρόθεσμα εάν τα επιτόκια εξακολουθούν να είναι χαμηλά, οι επιχειρήσεις χωρίς μέλλον (ζόμπι) θα επιβαρύνουν την ανάπτυξη. Πολλές φορές οι τράπεζες εξακολουθούν να χρηματοδοτούν τέτοιες επιχειρήσεις με φόβο μην αθετήσουν τις υποχρεώσεις τους και τότε η ζημία θα είναι ανεπανόρθωτη. Βέβαια σε αυτή την περίπτωση υπάρχει κόστος ευκαιρίας, δηλαδή επιχειρήσεις νέες και δυναμικές δεν επωφελούνται χρηματοδοτικούς πόρους που τους έχουν περισσότερο ανάγκη για την ανάπτυξή τους.
Συμπερασματικά η Ευρώπη καταφέρνει να ελαφρύνει το βάρος των επισφαλών απαιτήσεων το οποίο δυσκολεύει τις τράπεζες να χορηγήσουν νέες πιστώσεις. Το ποσοστό των επισφαλών απαιτήσεων είναι φθίνων αλλά παραμένει υψηλό σε σχέση με αυτό που πρέπει να είναι. Πρέπει να είναι γύρω στο 2% και λίγο πιο κάτω. Στις Η.Π.Α. το μέρος αυτών των δανείων (Non-performing loans, NPL) ανέρχεται στο 1,5% του συνόλου των δανείων.
Στην Ευρώπη καταγράφονται οι ακόλουθες επιδόσεις: Σουηδία (1%), Γαλλία (3%), Ιταλία (10%), Πορτογαλία (10%), Κύπρος (20%), Ελλάδα (περίπου 40%).
Στη χώρα μας η κατάσταση είναι ανησυχητική, οι τράπεζες “έσβησαν” 30 δις ευρώ δάνεια με ρίσκο, αλλά παραμένουν ακόμη 75 δις ευρώ επισφαλών απαιτήσεων. Πρόσφατα, αναπτύσσεται ένα χρηματοοικονομικό εργαλείο τιτλοποίησης, ονομαζόμενο “Ηρακλής” το οποίο θα αγοράσει τα δάνεια από τις τράπεζες και θα τα πωλήσει στις αγορές με την εγγύηση του κράτους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε το πράσινο φως, αλλά στην περίπτωση προβλήματος, η χώρα θα πρέπει να αποζημιώσει τα επενδυτικά κεφάλαια. Ένα θέμα πολιτικά ευαίσθητο.