Του Παναγιώτη Αγγελόπουλου.* Στις στάχτες της ελληνικής οικονομίας συγκρούονται οι δύο μεγάλες σχολές οικονομικής σκέψης, η μονεταριστική θεωρία απέναντι στη νεοκευνσιανή. Η μεν μονεταριστική σχολή θεωρεί ότι τα μεγάλα ελλείμματα οδηγούν στην πιστωτική επέκταση (τύπωση χρήματος) και κατά συνέπεια σε πληθωρισμό και οικονομική αστάθεια. Η νεοκευνσιανή θεωρεί ότι σε περιόδους ύφεσης μιας οικονομίας, το να ληφθούν μέτρα περιορισμού του ελλείμματος είναι σαν να αυτοκτονείς αφού αυτά σε οδηγούν σε ύφεση. Το πρόβλημα είναι ότι στην περίπτωση της Ελλάδας και οι δύο θεωρίες έχουν δίκιο!
Η Ελλάδα μπήκε σε ύφεση λόγω των υψηλών ελλειμμάτων και έχει ακόμη μεγαλύτερη ύφεση λόγω των περιοριστικών προγραμμάτων που ακολούθησαν! Και τώρα τι γίνεται; Κατ΄ αρχήν είναι λάθος να εφαρμόσουμε τα όποια μοντέλα «τυφλά» ή χωρίς την απαραίτητη προσαρμογή στις συνθήκες. Ιδιαίτερα σε μια οικονομία με προφανείς ιδιαιτερότητες όπως είναι η Ελλάδα.
Από τον ακραίο μονεταρισμό ως τον ακραίο νεοκευνσιανισμό, υπάρχουν πολλές ενδιάμεσες «συνταγές» που μπορούν να δώσουν λύση στα προβλήματα κάθε οικονομίας. Όπως γίνεται καθημερινά σε όλες τις οικονομίες ανά τον κόσμο, με σχετική ή απόλυτη επιτυχία. Το ζήτημα είναι ότι για να εφαρμοστεί η όποια «συνταγή» απαιτείται πολύ καλή γνώση των ιδιαίτερων συνθηκών. Χρειάζεται μια οικονομία να «μετριέται» πολύ καλά, με σύγχρονα εργαλεία και σε καθημερινή βάση έτσι ώστε να προκύψουν οι κατάλληλες πολιτικές.
Εδώ, υπάρχει ένα τεράστιο ζήτημα για την Ελλάδα. Είναι ελάχιστα «μετρημένη», έχουμε λίγη από την απαραίτητη γνώση που χρειάζεται. Δεν χρειαζόμαστε πολλές αποδείξεις για αυτό. Η αποτυχία των μοντέλων της τρόικα ως προς την ύφεση (απόλυτη αστοχία στις σχετικές προβλέψεις) αλλά και η απουσία μιας σοβαρής εναλλακτικής πρότασης από την ελληνική πλευρά, δείχνει αυτό το τεράστιο γνωσιακό κενό.
Βεβαίως, όταν δεν γνωρίζουμε την οικονομία μας είναι αδύνατο να αναπτύξουμε και μια ελληνική οικονομική σκέψη που να απαντά στα προβλήματα της οικονομίας. Είναι λυπηρό 3 χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης, η μόνη πρόταση για ανάπτυξη να είναι η απορρόφηση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ (που ειρήσθω εν παρόδω θα αποδειχθεί για άλλη μια φορά μια λύση «πολύ λίγο και πολύ αργά») για την οικονομία.
Αυτό που επειγόντως χρειαζόμαστε είναι ένα σοβαρό, αξιόπιστο μηχανισμό γνώσης για την οικονομία μας. Με εμπλοκή των οικονομικών πανεπιστημίων, των ινστιτούτων και εταιριών του ιδιωτικού τομέα. Και ταυτόχρονα την ανάπτυξη μιας νέας οικονομικής σκέψης, από Έλληνες για την Ελλάδα. Μιας σκέψης που να λαμβάνει υπ΄ όψιν όλες τις σχολές οικονομικής σκέψης, να μην στέκεται, όμως, απέναντί τους δογματικά.
Αυτή η νέα οικονομική σκέψη πρέπει επιτέλους με αξιοπιστία να απαντήσει στα κάτωθι ερωτήματα:
- Ποια είναι τα ειδικά σχέδια για την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας . Ποιοι είναι οι τομείς που έχουμε πλεονέκτημα και πως το πλεονέκτημα θα μετατραπεί σε εξαγωγές.
- Πως θα ανασυγκροτηθεί ο Δημόσιος Τομέας ώστε να γίνει παραγωγικός και να ανταποκριθεί σε ένα κρατικό προϋπολογισμό στο 36% του ΑΕΠ (το χαμηλότερο στις ανεπτυγμένες οικονομίες)
- Με ποιες διαδικασίες και ως ποιού σημείου πρέπει να «μοχλεύσουμε» την οικονομία (λειτουργία χρηματοπιστωτικού συστήματος, κρατικές δαπάνες κλπ).
- Ποιο είναι το εθνικό σχέδιο δεκαετίας για τα ελλείμματα, το χρέος, τον δημόσιο δανεισμό.
- Ποια είναι η εθνική άποψη για το οικονομικό μοντέλο της ευρωζώνης, (ποια πολιτική θέλουμε για την Ε.Κ.Τ. ποια πολιτική θέλουμε για την ανταγωνιστικότητα, εσωτερική και εξωτερική τι ροές πόρων πρέπει να υπάρχουν κλπ).
- Ποιες είναι οι εθνικές πολιτικές για την απασχόληση και την επανένταξη των ανέργων.
Θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι σε παλαιότερες εποχές (όπως για παράδειγμα τη δεκαετία του ’50) υπήρχε «εθνική οικονομική σκέψη» η οποία με τις όποιες αδυναμίες της παρήγαγε συγκεκριμένες οικονομικές πολιτικές, που οδήγησαν τη χώρα σε ισχυρή αναπτυξιακή τροχιά.
Υπήρξαν σχέδια για την εκβιομηχάνιση της χώρας, τη γεωργία, την ανάπτυξη του τουρισμού, υπήρχαν πολιτικές για το δανεισμό και τα ελλείμματα, για τη συναλλαγματική πολιτική, πολιτικές που υπερέβαιναν τους κομματικούς ανταγωνισμούς και ακολουθήθηκαν με συνέπεια για 30 τουλάχιστον χρόνια.
Δυστυχώς, σταδιακά η Ελλάδα έπαψε να έχει οικονομική κατεύθυνση και οικονομική ηγεσία φθάνοντας στο σημερινό σημείο να μην ξέρουμε που πάμε, σε ένα σημείο όπου έχουν γίνει κοσμογονικές αλλαγές και που τώρα περισσότερο από ποτέ χρειαζόμαστε μια τέτοια κατεύθυνση.
Οι παλαιοί οικονομικοί θεσμοί φαίνονται γηρασμένοι για να ανταποκριθούν σε αυτό το έργο.
Η άποψή μου είναι πως τώρα όλα πρέπει να τα χτίσουμε από την αρχή.
Και η αρχή είναι ένα νέο σύστημα οικονομικής γνώσης και μια νέα οικονομική σκέψη.
Αυτή είναι η μόνη απάντηση στο ελληνικό πρόβλημα!
* Ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος είναι Οικονομικός Σύμβουλος Επιχειρήσεων, Πρώην Αντιδήμαρχος Πειραιά και μέλος της Γραμματείας Πολιτικού Σχεδιασμού & της Επιτροπής Πολιτικής Ανάλυσης και Στρατηγικής της Ν.Δ.