Σε καθεστώς αυστηρής επιτήρησης μέχρι τέλους του 2012 τίθεται, από την Επιτροπή κατά της Διαφθοράς του Συμβουλίου της Ευρώπης (GRECO) η Ελλάδα, για «την πλήρη ανεπάρκεια που παρουσιάζει στον τομέα πάταξης της διαφθοράς στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και στη διασφάλιση της διαφάνειας στη χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων». Η έκθεση επισημαίνει αναλυτικά την επικρατούσα στην Ελλάδα κατάσταση στους τομείς: διαφθορά, πολιτική, οικονομία, κοινωνία, παραδόθηκε στις ελληνικές αρχές στις 22 Ιουνίου 2012 και αναφέρει: Η Ελλάδα τίθεται (με βάση το άρθρο 32 του Κανονισμού της Επιτροπής) σε καθεστώς αυστηρής επιτήρησης μέχρι το τέλος του 2012. Κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να υποβάλλουν έκθεση στην οποία θα αναφέρουν την όποια πρόοδο έχει γίνει στους προαναφερθέντες τομείς. Παράλληλα, το 52 σελίδων πόρισμα της GRECO θα πρέπει να μεταφρασθεί στα ελληνικά και να δημοσιοποιηθεί ευρέως. Η έκθεση επισημαίνει ότι:
Η Ελλάδα υλοποίησε μόνο μία από τις 27 συστάσεις που της είχαν γίνει από τη GRECO πριν από δύο χρόνια. Παρά τη δύσκολη οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα «είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι δεν έχει καταγραφεί πρόοδος ούτε για τις λίγες προτάσεις που δεν θα απαιτούσαν, κατ’ ανάγκη, την αλλαγή του νόμου». Η ελληνική κυβέρνηση δεν κατάργησε την προθεσμία παραγραφής για την άσκηση ποινικών διώξεων σε μέλη και πρώην μέλη των ελληνικών κυβερνήσεων. Δεν κατάργησε επίσης τη νομική φόρμουλα που επιτρέπει την παύση της δίωξης πολιτικών για αδικήματα, με την αιτιολογία ότι η δίωξη αυτή ενδέχεται να διαταράξει τις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Οι ελληνικές αρχές υποστήριξαν από την πλευρά τους ότι για την άρση αυτής της διάταξης απαιτείται αλλαγή του Συντάγματος, κάτι που δεν είναι δυνατόν να γίνει πριν από το 2013. Υποστήριξαν επίσης πολλοί εισαγγελείς έχουν προσπαθήσει να παρακάμψουν το εμπόδιο της ειδικής παραγραφής, κατηγορώντας πρώην υπουργούς για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος και ψευδείς δηλώσεις περιουσιακών στοιχείων. Η Ελλάδα δεν θεσμοθέτησε ευρύτερα το αδίκημα της διαφθοράς για δικαστές, κατηγόρους και μέλη των εθνικών επιτροπών, ξένων και διεθνών συμφερόντων, που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και για τις οποίες δεν υπάρχει ποινικοποίηση του αδικήματος της διαφθοράς.
Η έκθεση επισημαίνει ακόμα ότι η Ελλάδα δεν διασφάλισε μέσω της νομοθεσίας τη διαφάνεια στη χρηματοδότηση πολιτικών, υποψηφίων βουλευτών και πολιτικών κομμάτων, όχι μόνον κατά τις προεκλογικές περιόδους αλλά γενικότερα. Η Επιτροπή σημειώνει ότι θα πρέπει να υπάρξει πλήρης διαφάνεια στη διαχείριση εσόδων-εξόδων των πολιτικών κομμάτων, σημειώνοντας ότι ακόμη και τα «κουπόνια» ενίσχυσης των κομμάτων πρέπει να είναι ονομαστικά και οι ενισχύσεις και οι πάσης φύσεως δωρεές να καταβάλλονται μέσω τραπεζικών λογαριασμών. Η Ελλάδα υποστήριξε ότι όλες οι ρυθμίσεις για την ποινικοποίηση της ενεργητικής και παθητικής δωροδοκίας στο δημόσιο τομέα περιλαμβάνονται σε νομοσχέδιο που καταρτίζεται αλλά δεν έχει υποβληθεί ακόμα.
Στην έκθεση επισημαίνεται ωστόσο ότι «η αναποτελεσματική εφαρμογή του νόμου σε περιπτώσεις δίωξης και εκδίκασης εγκλημάτων διαφθοράς οδηγεί σε μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη για ατιμωρησία και αποτελεί πηγή μεγάλης ανησυχίας στην Ελλάδα».