Πέρυσι 30 Μαρτίου, το πρώτο κύμα της συνεχιζόμενης πανδημίας του κορωνοϊού δεν μπόρεσε να σκεπάσει μια φυσική «αναχώρηση» προς την αθανασία, όπως θα την εννοούσε ο πατριωτισμός των Ελλήνων.
Έναν χρόνο μετά, η «Όμορφη και παράξενη Πατρίδα» του Ποιητή συνεχίζει να φέγγει μέσα από την ιστορικά διδακτική αξία της στάσης που επέδειξε στη ζωή του ο Μανώλης Γλέζος.
Στην ενεργό μνήμη αυτής της αξίας, σήμερα η INTERAMERICAN συμβολικά με μια κατάθεση θυμήθηκε την επιθυμία της οικογένειάς του να ενισχυθεί η Βιβλιοθήκη Νίκου Ν. Γλέζου στον τόπο του, στ’ Απεράθου της Νάξου, ενώ ετοιμάζει και αποστολή βιβλίων.
Στα εγκαίνια της βιβλιοθήκης το 1965, ο Μανώλης Γλέζος είχε πει: «Θυμάμαι, βρεθήκαμε στην Αθήνα με τον αδελφό μου Νίκο, για να σπουδάσουμε. Ό,τι βλέπαμε τότε στην μεγάλη πολιτεία, που έλειπε απ το χωριουδάκι μας, λαχταρούσαμε να το αποκτήσει και το Απεράθου. Ό,τι θαυμαστό και να βλέπαμε τριγύρω μας, δεν μας έσβηνε την ανάμνηση από το μικρό, το φτωχό χωριό μας. Η σύγκριση δεν σκότωνε την αγάπη μας. Αντίθετα, την κραταίωνε και την γιγάντωνε. Και γεννούσε την επιθυμία εκείνα που βλέπαμε, να γίνουν κτήμα και για τους χωριανούς μας.
Πρωτονειρευτήκαμε να γίνει το Σκολειουδάκι ένα κανονικό , πραγματικό Σχολείο. Οι απόδημοι Απεραθίτες πρόστρεξαν και σήμερα το χωριό μας έχει το Σχολείο του. Ένα από τα μεγάλα μας όνειρα ήταν να αποκτήσει το χωριό μας και Βιβλιοθήκη. Το βιβλίο είναι απαραίτητο στοιχείο ζωής, προόδου, πολιτισμού, αστείρευτη πηγή φωτός».
Αντί μνημοσύνου για τον ένα χρόνο από τη φυσική «αναχώρηση», μαζί με την πρωτοβουλία της εταιρείας για τη Βιβλιοθήκη Νίκου Ν. Γλέζου, αποτυπώνεται η σκέψη και το συναίσθημα που είχε μοιραστεί πέρυσι τέτοια μέρα ο Γιάννης Ρούντος, επικεφαλής του τομέα Εταιρικών Υποθέσεων και Κοινωνικής Ευθύνης της INTERAMERICAN, καθώς η έννοια αλλά και η υπόσταση της Πατρίδας είναι θεμελιακό στοιχείο αναφοράς για τη συνοχή της κοινωνίας και την υπεύθυνη επιχειρηματικότητα, πολύ περισσότερο στους δύσκολους καιρούς μας:
«Μανώλης Γλέζος, ο ορισμός του Πατριώτη.
Πατρίδα, ξεχασμένη λέξη στην κοσμοπολίτικη πανδημία ή πιο ακαδημαϊκά, στην παγκοσμιοποιημένη κοινωνία της εξατομίκευσης. Πατρίδα, η δοκιμασία της ζωής σ’ έναν τόπο, ζυμωμένη με το χώμα της καταγωγής, με το αίμα και το δάκρυ κάθε πληγής, με το φιλί και την αγκαλιά των συνοδοιπόρων, με την πίστη χωρίς άγιους, με τις φρέζιες, τα κρινολούλουδα της αγάπης να ευωδιάζουν πάνω στη σκουριά του μάρμαρου, με τα λόγια της μοναδικής γλώσσας των ποιητών και των φιλοσόφων, που γνώρισε κι ερωτεύτηκε βαθειά κι εμπειρικά (ως ταπεινός βιβλιοπώλης, εκεί στον Βέγα της οδού Ιπποκράτους).
Ταπεινός και στο καταφύγιο της μήτρας – εκεί στη Νάξο, στη στενή αυλή του απέριττου σπιτιού κατηφορίζοντας στο σοκάκι της Απειράνθου, αριστερά. Όμως, χωρίς όρια προς τον ουρανό που οδηγεί τη ματιά στο άπειρο, για ν’ αναπετάξει η κάθε απαντοχή και να σταθεί στο υπερώον των πραγμάτων της ζωής. Εκεί υψώνεται ο ταπεινός, τυλιγμένος στη σημαία που ντύθηκε για όλη τη ζωή του. Και για πολλές ακόμα ζωές στη μνήμη των πολλών – όσων αλλάξαμε έστω και μια ματιά, μια χειραψία κι έναν λόγο μαζί του σε ανύποπτη στιγμή, μέσα από έναν υποδόριο δεσμό διαρκείας.