Ενώ η χώρα μας διαθέτει ένα καλά εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό και αξιόλογα πανεπιστημιακά ιδρύματα, υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ των δεξιοτήτων που απαιτεί σήμερα η αγορά εργασίας και αυτών που παράγει το εκπαιδευτικό σύστημα.
H ΕΥ έχει αναδείξει, από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, την ανάγκη ενός νέου παραγωγικού μοντέλου για την ελληνική οικονομία που θα στηρίζεται στην εξωστρέφεια, την ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας, τη μετάβαση στην κυκλική οικονομία και τη βιώσιμη ανάπτυξη, καθώς και την ενίσχυση και αξιοποίηση του πολυτιμότερου κεφαλαίου της χώρας, του ανθρώπινου δυναμικού της.
Ωστόσο, προϋπόθεση για τον μετασχηματισμό και την επανεκκίνηση της οικονομίας στη βάση αυτού του νέου παραγωγικού μοντέλου είναι η διαθεσιμότητα ανθρώπινου δυναμικού με τις κατάλληλες σύγχρονες δεξιότητες. Αυτό, με τη σειρά του, προϋποθέτει την ευθυγράμμιση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης με την Αγορά Εργασίας. Το πρόβλημα αυτό είχε αναδείξει η μελέτη που παρουσίασαν το 2017 η ΕΥ Ελλάδος, το Εργαστήριο Ηλεκτρονικού Επιχειρείν (ELTRUN) του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και η Endeavor Greece, με τίτλο «Εκπαίδευση, επιχειρηματικότητα και απασχόληση: Ζητείται προσέγγιση».
Επτά χρόνια αργότερα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έγιναν προσπάθειες να αντιμετωπιστούν κάποια από τα προβλήματα που είχε αναδείξει η μελέτη μας, και ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, οι αλλαγές στην αγορά εργασίας που προκάλεσε η πανδημία και οι πολύ μεγαλύτερες που θα επιφέρουν η επανάσταση στην τεχνολογία και η ραγδαία εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης καθιστούν την ανάγκη ριζικής αντιμετώπισης του προβλήματος αυτού επιτακτικότερη από ποτέ.
Η νέα μελέτη «Mind the gap: Γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και Αγοράς Εργασίας», καταγράφει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά (αντικείμενο τμημάτων, κατευθύνσεις σπουδών, κ.ά.) των πανεπιστημιακών τμημάτων της Ελλάδας σήμερα, τις δυνατότητες επανειδίκευσης που προσφέρουν τα μεταπτυχιακά προγράμματα και τα προγράμματα κατάρτισης, ενώ αναδεικνύει και την έλλειψη εστίασης σε τομείς και δεξιότητες που χρειάζεται σήμερα η οικονομία μας. Επιβεβαιώνει, δε, το χάσμα αυτό, μέσα από την ανάλυση των αγγελιών εργασίας της τελευταίας εξαετίας, αλλά και με τις διαπιστώσεις στελεχών της αγοράς, καταλήγοντας σε προτεινόμενες παρεμβάσεις για την καλύτερη σύνδεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της αγοράς εργασίας.
Για να πραγματοποιηθεί το αναπτυξιακό άλμα που χρειάζεται η Ελλάδα, να μειωθεί σημαντικά η ανεργία και να αναπληρωθεί το ένα εκατομμύριο θέσεων εργασίας που χάθηκαν λόγω της οικονομικής κρίσης και του brain drain, η Ελλάδα θα πρέπει να δημιουργήσει τα επόμενα χρόνια μερικές εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης.
Οι νέες ποιοτικές θέσεις εργασίας αφορούν κλάδους όπου μπορούν να επιτευχθούν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, με την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας, όπως η πράσινη ενέργεια, οι ψηφιακές τεχνολογίες και το ηλεκτρονικό εμπόριο, η αγροδιατροφή και η εξειδικευμένη πρωτογενής παραγωγή, ο τουρισμός υψηλής προστιθέμενης αξίας, η εφοδιαστική αλυσίδα και οι μεταφορές – ιδιαίτερα η ναυτιλία – τα επώνυμα καινοτόμα καταναλωτικά προϊόντα, τα διεθνώς πιστοποιημένα βιομηχανικά προϊόντα υψηλής εξειδίκευσης, κ.ά.
Ωστόσο, ενώ η χώρα μας διαθέτει ένα καλά εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό και αξιόλογα πανεπιστημιακά ιδρύματα, υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ των δεξιοτήτων που απαιτεί σήμερα η αγορά εργασίας και αυτών που παράγει το εκπαιδευτικό σύστημα. Ως αποτέλεσμα, ενώ τα επίπεδα ανεργίας μεταξύ των νέων πτυχιούχων παραμένουν υψηλά, οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στην εύρεση κατάλληλα καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού, όπως αναδεικνύεται και από την αλματώδη αύξηση των αγγελιών αναζήτησης θέσεων εργασίας. Οι επιχειρήσεις προβληματίζονται, επίσης, από το έλλειμμα ποιοτικών δεξιοτήτων μεταξύ των νέων πτυχιούχων. Το πρόβλημα εντείνεται από το σημαντικό κενό που διαπιστώνεται ως προς τις δυνατότητες κατάρτισης και επανειδίκευσης του υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού.
Υψηλό το ποσοστό του πληθυσμού με ανώτατη εκπαίδευση, αλλά χαμηλός ρυθμός αποφοίτησης και ποσοστό απασχόλησης των αποφοίτων των ΑΕΙ
Το ποσοστό του φοιτητικού πληθυσμού στον συνολικό πληθυσμό της χώρας (7,51%) είναι σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (4,03%). Το στοιχείο αυτό δημιουργεί μία πλασματικά θετική εικόνα, καθώς οφείλεται κυρίως στον μεγάλο αριθμό μη ενεργών φοιτητών και συνδυάζεται με τον χαμηλότερο ρυθμό αποφοίτησης στην Ε.Ε. Έτσι, το ποσοστό του πληθυσμού με ανώτατη εκπαίδευση στην Ελλάδα το 2020 στην ηλικιακή ομάδα 24-34, βρίσκεται κοντά στα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα, ενώ στις μεγαλύτερες ηλικίες το ποσοστό υπολείπεται των αντίστοιχων επιδόσεων της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ.
Επιπλέον, το ποσοστό απασχόλησης των αποφοίτων των ΑΕΙ στην Ελλάδα για την ηλικιακή ομάδα 25-64 (75,4%) είναι το χαμηλότερο μεταξύ των 27 χωρών της Ε.Ε., ενώ μεταξύ των νέων πτυχιούχων (25-34), η εικόνα επιδεινώνεται περαιτέρω.
Υπερσυγκέντρωση σε πανεπιστημιακά τμήματα που δεν οδηγούν στην ιδιωτική οικονομία
Η μελέτη αποδίδει την αρνητική αυτή πρωτιά στο γεγονός ότι από τα 430 πανεπιστημιακά τμήματα της χώρας, μόνο τα 219 (51%) είναι προσανατολισμένα στο παραγωγικό αναπτυξιακό άλμα της χώρας, παρέχοντας στους αποφοίτους άμεσες προοπτικές ενασχόλησης στην ιδιωτική οικονομία. Σε 54 τμήματα οι απόφοιτοι στοχεύουν σε απασχόληση στον χώρο της Υγείας, 115 τμήματα αφορούν κυρίως εκπαιδευτικούς για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ σε 42 τμήματα οι απόφοιτοι έχουν ως κυρία (ή μοναδική) προοπτική επαγγελματικής αποκατάστασης μια θέση στο Δημόσιο. Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στα μεταπτυχιακά προγράμματα, όπου, ενώ καταγράφεται ποσοτική επάρκεια ως προς τον αριθμό και τους φοιτητές των προγραμμάτων, διαπιστώνεται υπερσυγκέντρωση στις Επιστήμες Υγείας και στις Κοινωνικές και Ανθρωπιστικές Επιστήμες που αντιπροσωπεύουν το 19,6% και 14,9% του συνόλου, αντίστοιχα.
Τα 25 ελληνικά πανεπιστήμια σε συνεργασία με 54 ιδρύματα του εξωτερικού προσφέρουν συνολικά 1.290 προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών σε περίπου 35.000 μεταπτυχιακούς φοιτητές. Η πλειονότητα των προγραμμάτων (56,3%) είναι συγκεντρωμένα στην Αθήνα (34,3%) και στην Κεντρική Μακεδονία (22%).
Για να εξασφαλίσει η χώρα μας το αναγκαίο εξειδικευμένο επιστημονικό ανθρώπινο δυναμικό που θα ηγηθεί του αναπτυξιακού άλματος της χώρας, οι συντάκτες της μελέτης κατέθεσαν τις ακόλουθες προτεινόμενες παρεμβάσεις:
- Μαζικό πρόγραμμα εξειδίκευσης και επανειδίκευσης ενός εκατομμυρίου ανέργων και εργαζόμενων.
- Εκπαίδευση 15.000 νέων επιστημόνων ετησίως, με προχωρημένες ψηφιακές δεξιότητες, για να γίνει η χώρα ένα περιφερειακό κέντρο αριστείας στις ψηφιακές τεχνολογίες.
- Επαγγελματική αξιοποίηση 20.000 αποφοίτων ετησίως από γνωστικά αντικείμενα που δε σχετίζονται με το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας.
- Βελτίωση της αποτελεσματικότητας αποφοίτησης από την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
- Δράσεις για τη σύνδεση πανεπιστημίων και αγοράς εργασίας.
- Πρωτοβουλίες των επιχειρήσεων για τη σωστή προετοιμασία και ανάπτυξη των εργαζόμενών τους.
- Ανάπτυξη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού για μία ανταγωνιστική βιομηχανία.
- Δημιουργία επτά περιφερειακών κέντρων τεχνολογικής ανάπτυξης και καινοτομίας.
- Αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας μέσω της εκπαίδευσης.
- Αξιοποίηση του αναπτυξιακού ρόλου των μη κρατικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων.
- Προσαρμογή στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η τεχνητή νοημοσύνη, και ουσιαστική αξιοποίησή της.