H φετινή, τέταρτη έκδοση της έρευνας, ΕΥ Attractiveness Survey Ελλάδα 2022, επιβεβαιώνει ότι η ελκυστικότητα της χώρας μας ως επενδυτικού προορισμού παραμένει ανθεκτική, παρά το κλίμα αυξημένης αβεβαιότητας και απαισιοδοξίας που δημιούργησαν ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ραγδαία αύξηση των τιμών της ενέργειας. Αναδεικνύει, επίσης, τον εντεινόμενο ανταγωνισμό που αναπτύσσεται για την προσέλκυση επενδύσεων, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, και την ανάγκη έντασης των προσπαθειών για την περαιτέρω βελτίωση της εικόνας της χώρας.
Βελτιώνεται η ποιοτική σύνθεση των επενδύσεων
Με βάση τα στοιχεία του EY European Investment Monitor (EIM), μίας εκτεταμένης βάσης δεδομένων που επεξεργάζεται η ΕΥ και παρακολουθεί τις επενδύσεις σε έργα που δημιουργούν νέες εγκαταστάσεις και νέες θέσεις εργασίας, η Ελλάδα προσέλκυσε, το 2021, 30 έργα ΑΞΕ, αριθμός μειωμένος σε σχέση με πέρσι, που αποτελεί, ωστόσο, τη δεύτερη καλύτερη επίδοση της χώρας διαχρονικά.
Αθροιστικά, οι επενδύσεις της τελευταίας διετίας αντιπροσωπεύουν το 24% του συνόλου των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία 22 χρόνια.
Βλέπουμε, επίσης, μια στροφή προς επενδύσεις με υψηλή προστιθέμενη αξία, και με έμφαση σε κλάδους της οικονομίας όπου η χώρα μας έχει ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως η αγροδιατροφή, οι μεταφορές και τα logistics, και οι υπηρεσίες λογισμικού και πληροφορικής που απορρόφησαν συνολικά το 57% των επενδύσεων. Με βάση, δε, το είδος της δραστηριότητας, το 30% των ΑΞΕ στην Ελλάδα αφορά επενδύσεις σε κεντρικά γραφεία επιχειρήσεων (headquarters), ενώ ακολουθούν οι βιομηχανικές δραστηριότητες (20%) και οι δραστηριότητες logistics (17%). Η βελτίωση αυτή της ποιοτικής σύνθεσης των επενδύσεων αποτελεί εξέλιξη εξίσου σημαντική με την αύξηση του απόλυτου αριθμού, καθώς συμβάλλει στον μετασχηματισμό της οικονομίας και τον επαναπροσανατολισμό της σε νέες δυναμικές δραστηριότητες.
Υψηλή αισιοδοξία για την εξέλιξη της ελκυστικότητας της χώρας και αυξημένη πρόθεση επενδύσεων
Η έρευνα της ΕΥ για την Ελλάδα, σε ένα δείγμα 250 επιχειρήσεων, επιβεβαιώνει την ανθεκτικότητα της ελκυστικότητας της χώρας σε ένα ιδιαίτερα δύσκολο περιβάλλον. Αξίζει να σημειωθεί, ότι η έρευνα διεξήχθη μεταξύ 15 Μαρτίου και 15 Απριλίου, σε διάστημα, δηλαδή, που οι οικονομικές συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία και των εκτεταμένων κυρώσεων που επιβλήθηκαν στη Ρωσία ήταν πλέον ευρύτατα κατανοητές, γεγονός που αποτυπώνεται στα ευρήματα. Για τον λόγο αυτό, οι συγκρίσεις των ευρημάτων για την Ελλάδα με αυτά άλλων χωρών, παρατίθενται με επιφύλαξη και πρέπει κανείς να τις διαβάζει με προσοχή.
Η πλειοψηφία των ερωτώμενων (58%) δηλώνει, για μια ακόμη χρονιά, ότι η ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού βελτιώθηκε στη διάρκεια του τελευταίου χρόνου, ενώ τρεις στους τέσσερις επενδυτές εκτιμούν ότι θα βελτιωθεί περαιτέρω τα επόμενα τρία χρόνια (75%), ποσοστό που ξεπερνά τις αντίστοιχες εκτιμήσεις για τις άλλες υπό σύγκριση ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και το σύνολο της Ευρώπης (64%).
Οι επενδυτές εκτιμούν ότι η εικόνα της χώρας θα βελτιωθεί κατά την επόμενη τριετία
Συγχρόνως, το ποσοστό των επιχειρήσεων που σχεδιάζουν να επενδύσουν, ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα έφτασε στο 37% από 34% πέρσι και 28% το 2020.
Ωστόσο, οι συνέπειες του πολέμου στην ψυχολογία των επενδυτών είναι εμφανείς: Ενώ η πλειοψηφία των επιχειρήσεων (54%) απαντά ότι δεν έχουν επέλθει αλλαγές στον σχεδιασμό τους, και 13% αναφέρουν ότι προχωρούν σε μικρή αύξηση των προγραμματισμένων επενδύσεων, μία στις τρεις επιχειρήσεις (32%) δηλώνει ότι έχει καθυστερήσει τα άμεσα επενδυτικά της σχέδια μέχρι το 2023, ή και αργότερα.
Επιμέρους στοιχεία της ελκυστικότητας της χώρας
Όπως και τις προηγούμενες χρονιές, οι συμμετέχοντες αξιολόγησαν τις επιμέρους συνιστώσες της ελκυστικότητας της χώρας, αναδεικνύοντας συγκριτικά πλεονεκτήματα και αδύναμα σημεία. Η ποιότητα ζωής (75%), οι υποδομές μεταφορών και logistics (73%), οι υποδομές τηλεπικοινωνιών και ψηφιακές υποδομές (72%), η εσωτερική αγορά της Ελλάδας (72%), καθώς και οι δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού (70%), αναδεικνύονται στα ισχυρά χαρτιά της ελκυστικότητας της χώρας.
Στον αντίποδα, η ευελιξία της εργατικής νομοθεσίας, η γεωπολιτική θέση της χώρας μας, το εκπαιδευτικό σύστημα και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση και διαθεσιμότητα κεφαλαίων χαρακτηρίζονται ως ανασταλτικοί παράγοντες.
Επιβραβεύονται οι πολιτικές της χώρας για την ελκυστικότητα
Σημαντική βελτίωση καταγράφει η έρευνα ως προς τις απόψεις της επενδυτικής κοινότητας για τις ακολουθούμενες πολιτικές για τη βελτίωση επιμέρους πτυχών της ελκυστικότητας της χώρας. Το εύρημα αυτό δείχνει να επιβεβαιώνει ότι οι επιχειρήσεις αποδίδουν τη βελτιωμένη εικόνα της Ελλάδας στην εφαρμογή συγκεκριμένων πολιτικών, και όχι πλέον στη χρονική συγκυρία και τη λήξη της περιόδου αβεβαιότητας που προκάλεσε η οικονομική κρίση. Συγκεκριμένα, θετικά αξιολογούνται οι πολιτικές για την προσέλκυση επιχειρήσεων (81%), την προσέλκυση ανθρώπινου δυναμικού (78%), την προσέλκυση καινοτόμων δραστηριοτήτων (75%), την προσέλκυση κεφαλαίου (65%), την προσέλκυση κεντρικών γραφείων και κέντρων λήψης αποφάσεων (58%) και τη δημιουργία κέντρων ανταγωνιστικότητας & κόμβων παγκόσμιας εμβέλειας (55%). Αξίζει να σημειωθεί ότι, πριν δυο χρόνια, σε κανέναν από αυτούς τους δείκτες οι θετικές απόψεις δεν ξεπερνούσαν το 50%.
Βιώσιμη ανάπτυξη, τεχνολογία και ανθρώπινο δυναμικό στο επίκεντρο
Τρία κεντρικά ζητήματα διαμορφώνουν σήμερα τις επενδυτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων στην Ευρώπη: η στροφή προς τη βιώσιμη ανάπτυξη, η διαρκώς εντεινόμενη έμφαση στην τεχνολογία και η αναζήτηση καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού. Οι επιδόσεις της κάθε χώρας στους κρίσιμους αυτούς τομείς θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την επιτυχία τους στην προσέλκυση επενδύσεων και, κατ’ επέκταση, το ρυθμό με τον οποίο θα αναπτυχθούν τις επόμενες δεκαετίες. Είναι εξαιρετικά θετικό το ότι η Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, έχει θέσει τα ζητήματα αυτά σε πρώτη προτεραιότητα.
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα κλήθηκαν να αξιολογήσουν τις επιδόσεις της χώρας με βάση μια σειρά από κριτήρια που συνδέονται με τα τρία αυτά ζητήματα. Σε όλους τους επιμέρους τομείς, η πλειοψηφία των ερωτώμενων εκτιμά ότι οι επιδόσεις της Ελλάδας είναι εφάμιλλες, ή και καλύτερες, σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ωστόσο, σε αρκετούς τομείς, υπάρχουν και σημαντικά μειοψηφικά ποσοστά των ερωτώμενων που θεωρούν ότι οι επιδόσεις της χώρας υστερούν των αντίστοιχων ευρωπαϊκών, υπενθυμίζοντας τον σκληρό ανταγωνισμό και τις συστηματικές προσπάθειες που καταβάλλουν σήμερα όλες οι ευρωπαϊκές χώρες για την προσέλκυση επενδύσεων.
Τομείς προτεραιότητας
Οι επενδυτές κατέθεσαν, επίσης, τις απόψεις τους για τους τομείς όπου πρέπει να επικεντρώσει τις προσπάθειές της η χώρα για να βελτιώσει την ελκυστικότητά της. Ξεχωρίζουν η βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού (40%), η υποστήριξη των κλάδων της καινοτομίας και της υψηλής τεχνολογίας (37%), η μείωση της φορολογίας (33%) και η ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (27%).
ωτήθηκαν, τέλος, αν θα ήταν πιο πρόθυμοι να επενδύσουν στη χώρα, αν αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες που εντοπίζονται. Εννιά στις δέκα επιχειρήσεις (90%), όπως και το 83% των επιχειρήσεων που δεν έχουν μέχρι σήμερα παρουσία στη Ελλάδα, έναντι 86% και 62% αντίστοιχα πέρυσι, απάντησαν θετικά.
90% των επενδυτών θα ήταν περισσότερο πρόθυμοι να επενδύσουν στη χώρα, αν η Ελλάδα αντιμετωπίσει τις αδυναμίες που εντοπίζονται, σε σύγκριση με 86% το 2021 και 67% το 2020.
Με βάση τα ευρήματα της έρευνας και την εμπειρία της, η ΕΥ Ελλάδος καταθέτει και φέτος 10 δέσμες προτάσεων προς την Πολιτεία, τη δημόσια διοίκηση, αλλά και την υγιή ελληνική επιχειρηματική κοινότητα, για την ενίσχυση της ελκυστικότητας της χώρας.
Το βασικό μας συμπέρασμα μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Σε μια χρονιά αυξανόμενης αβεβαιότητας, η ελκυστικότητα της χώρας μας ως επενδυτικού προορισμού παραμένει υψηλή χάρη στα σημαντικά βήματα των τελευταίων ετών. Την κατάκτηση αυτή, και την ευρεία συναίνεση, γύρω από την επιτακτική ανάγκη προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, οφείλουμε να την περιφρουρήσουμε, μέσω της συστράτευσης των πολιτικών και παραγωγικών δυνάμεων, της δημόσιας διοίκησης, αλλά και του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας. Πρέπει, δε, να θυμόμαστε ότι δραστηριοποιούμαστε σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον, στο οποίο, όλες οι χώρες εντείνουν σήμερα τις προσπάθειές τους και προχωρούν με γρήγορους ρυθμούς για να ενισχύουν την ελκυστικότητά τους. Με αυτές πρέπει να συγκρινόμαστε πλέον, και όχι με τις παλιότερες δικές μας επιδόσεις.