Οι οικονομικοί επιστήμονες, οι ιδέες τους, οι ανάγκες τους, τα εργαλεία και οι συνταγές τους φαίνονται ξεπερασμένα από τη φύση και το μέγεθος της τρέχουσας κλιματικής κρίσης. Μπορεί η οικονομική επιστήμη να αναδιαρθρωθεί ώστε να λαμβάνει υπόψη όλους τους ζωντανούς οργανισμούς (βιοεπιστήμες);
Η καταστροφή των κοινών αγαθών φαντάζει μη αναστρέψιμη απειλώντας την κατοικησιμότητα και τη βιοποικιλότητα της γης. Η ανθρωπότητα, ληφθείσα ως οικονομικός παράγοντας του Ανθρωπόκαινου, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει, έχει παραλύσει. Οι ισχυρισμοί της οικονομίας ότι παρέχει τα όργανα μέτρησης για την καθοδήγηση της ατομικής και συλλογικής δράσης, αμφισβητούνται.
Οι βασικές αρχές
1. Μια οικονομία λειτουργεί καλά (αναπτύσσεται και κατανέμει τον πλούτο με βέλτιστο τρόπο) όταν βρίσκεται σε ισορροπία, δηλαδή όταν οι οικονομικοί παράγοντες προβλέπουν ορθολογικά τον ανταγωνισμό των αντίστοιχων ατομικών τους συμφερόντων μέσω της αγοράς, χωρίς εξωτερικές δυνάμεις (κράτος, θεσμοί) να έρχονται να στρεβλώσουν το παιχνίδι των προσδοκιών.
2. Η βέλτιστη συνεισφορά των πόρων – φυσικών, χρηματοοικονομικών και ανθρώπινων – και η βέλτιστη αναδιανομή του πλούτου, μεταξύ και των εθνικών οικονομιών, διασφαλίζονται από τον ανταγωνισμό, την καινοτομία και την ελευθερία του εμπορίου και της κυκλοφορίας σε παγκόσμια κλίμακα, που επιτρέπουν σε όλους να διεκδικούν τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα.
3. Το χρήμα είναι «ουδέτερο», με άλλα λόγια η ποσότητα του χρήματος σε κυκλοφορία αντανακλά αυτές τις βελτιστοποιημένες ανταλλαγές και όχι την πολιτική ή κοινωνική ισορροπία δυνάμεων, υπό την τιμωρία της δημιουργίας πληθωρισμού ή έλλειψης πιστώσεων.
Οικονομική Επιστήμη και Βιοεπιστήμες
Οι ανισότητες, η καταστροφή της φύσης, οι οικονομικές κρίσεις είναι «εξωτερικότητες», δηλαδή αρνητικές επιπτώσεις των ανταλλαγών της αγοράς σε αυτούς που δεν συμμετέχουν σε αυτές: φτωχοί, χώρες του Νότου, βιοποικιλότητα. Επομένως, αρκεί να τις «εσωτερικεύσουμε», δηλαδή να τις δώσουμε μια τιμή αγοράς για να τις υποδεχθούμε στο μεγάλο παιχνίδι των ανταλλαγών (φόρος άνθρακα, αγορά αδειών ρύπανσης, τιμή υπηρεσιών που παρέχουν τα οικοσυστήματα, αναδιανεμητική φορολογία).
Η οικονομική επιστήμη, όπως όλες οι κοινωνικές επιστήμες, είναι από την ουσία και κατά παράδοση ανθρωποκεντρική: ενδιαφέρεται για τη συμπεριφορά και τις αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων και δεν περιλαμβάνει το περιβάλλον στην προσέγγισή της, αφήνοντας το σε βιολόγους, κλιματολόγους, οικολόγους, κλπ. το καθήκον να ανακαλύψουν τι συμβαίνει από την άλλη πλευρά. Ο διάλογος μεταξύ της οικονομίας και των βιοεπιστημών αντιπροσωπεύει μια σημαντική παραδειγματική ρήξη.
Θα πρέπει για παράδειγμα να έρθουμε σε ρήξη με την έννοια της απεριόριστης ανάπτυξης και να υποστηρίζουμε την αποανάπτυξη, δεδομένου του κινδύνου υπέρβασης των μη αναστρέψιμων ορίων στην αφαίρεση των μη ανανεώσιμων πόρων; Η οικονομική παράδοση ξεκινά από το αξίωμα της σπανιότητας, διαφορετικά δεν χρειάζεται να κάνουμε οικονομία, να κάνουμε εκτιμήσεις. Ο νεωτερισμός του 18ου αιώνα ήταν ότι οι οικονομικοί επιστήμονες, όπως και οι φυσιοκράτες, υποσχέθηκαν να ξεφύγουν από τη σπανιότητα, να δημιουργήσουν αφθονία και πλούτο με τους πόρους που προσφέρει η φύση.
Από την άλλη πλευρά είναι το παράδειγμα που βασίζεται στην αντίληψή μας για την ανάπτυξη που θα μπορούσε να αλλάξει. Το μέλημα των οικονομικών επιστημόνων ήταν πάντα η αποτελεσματικότητα: η παραγωγή περισσότερων αγαθών χρησιμοποιώντας όσο το δυνατόν λιγότερους πόρους. Ωστόσο, το παράδειγμα της αποτελεσματικότητας σε ένα πλαίσιο παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου ανταγωνισμού, αποτελεί παράγοντα περιβαλλοντικής καταστροφής και κοινωνικοπολιτικής αποσταθεροποίησης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, μερικοί ερευνητές προτείνουν την αντικατάστασή του με το παράδειγμα της ανθεκτικότητας, δηλαδή να μην τείνουν πλέον να επιτυγχάνουν τη μέγιστη παραγωγή από ένα σύστημα υπό δεδομένες συνθήκες, αλλά να διατηρούν το σύστημα υπό τις συνθήκες που του επιτρέπουν να παράγει ότι είναι απαραίτητο για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Η πρόκληση μετακινείται από τη σφαίρα της οικονομικής βελτιστοποίησης σε αυτήν της κοινωνικοπολιτικής βελτιστοποίησης: η καλύτερη ποιότητα ζωής για όλους. Αυτό το παράδειγμα ανθεκτικότητας, που ήδη υπάρχει στις φυσικές επιστήμες, βρίσκεται στο επίκεντρο της στρατηγικής δράσης σε πολλούς τομείς και δραστηριότητες (ασφάλειες, διαχείριση φυσικών και βιομηχανικών καταστροφών, εθνική ασφάλεια, προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, …).
Συμπερασματικά, οι ερευνητές προτείνουν τη διεύρυνση του παραδείγματος της γενικής ισορροπίας σε αυτό της γενικής κοινωνικο-οικονομικής ισορροπίας, η οποία θα περιλαμβάνει στη μοντελοποίηση τα ζητήματα της κοινωνικής ισορροπίας ( και επομένως των ανισοτήτων) και του περιβάλλοντος (και επομένως των αλληλεπιδράσεων με τις βιοεπιστήμες). Αυτό συνεπάγεται την προσθήκη στις έννοιες της ορθολογικής πρόβλεψης και βελτιστοποίησης των εννοιών που κυριαρχούν στο συντονισμό της κοινωνικής σφαίρας: συναισθήματα, αμοιβαιότητα, δικαιοσύνη, κοινωνικοί κανόνες, δράση δημόσιων θεσμών. Επομένως, βρίσκουμε την έννοια του κοινού καλού.
*Καθηγητής Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης, Ακαδημαϊκός, Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών & Χρηματοοικονομικών, Βασιλική Ευρωπαϊκή Ακαδημία των Διδακτόρων, Επίτιμος Δρ. ΑΠΘ, Πολυτεχνείο Κρήτης & Audencia Business School, France, CIHEAM – International Center for Advanced Mediterranean Agronomic Studies, France, Greece
Δρ. Αιμίλιος Γαλαριώτης, Καθηγητής Χρηματοοικονομικής, Αντιπρύτανης Έρευνας, Audencia Business School, France
Καθηγητής Μιχάλης Δούμπος, Διευθυντής του ΜΒΑ Διοίκηση Επιχειρήσεων, Μέλος του Εργαστηρίου Financial Engineering και Πολυτεχνείο Κρήτης