Οι άνθρωποι είναι θύματα των γενικών εντυπώσεων και των αποσπασματικών πληροφοριών που διαμορφώνουν μια θολή και ανακριβή εικόνα για τον κόσμο και κυρίως για τον εαυτό τους. Με βάση αυτές τις θολές εντυπώσεις λαμβάνονται αποφάσεις για τους εαυτούς τους και την κοινωνία με συχνά ολέθριες συνέπειες. Για την ορθολογική λήψη αποφάσεων χρειάζονται αναλύσεις που προβλέπουν τις εξελίξεις που έρχονται και πλήρη πληροφόρηση.
των Επίκουρου Καθηγητή Γιώργου Σ. Ατσαλάκη, Οικονομολόγου, Πολυτεχνείο Κρήτης & Καθηγητή Κωνσταντίνου Ζοπουνίδη
Για να γίνει πρόβλεψη του μέλλοντος της Λογιστικής και κατ’ επέκταση του λογιστικού επαγγέλματος είναι απαραίτητο να προβλέψουμε το μέλλον των επιχειρήσεων.
Μια μελλοντική τάση των επιχειρήσεων είναι η μείωση των σταθερών εξόδων και η αύξηση των μεταβλητών εξόδων ώστε να αποκτήσουν ευελιξία προσαρμογής στις νέες εξελίξεις.
Η εμφάνιση των «πολλών δεδομένων» (big data) δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να αναλύουν δεδομένα και να καταλήγουν σε συμπεράσματα που τους βοηθούν στη λήψη ορθολογικών, γρήγορων και αξιόπιστων αποφάσεων και επιπλέον να προβλέπουν τις μελλοντικές ευκαιρίες που θα μπορούν να αξιοποιήσουν αλλά και τις μελλοντικές απειλές που θα πρέπει να διαχειριστούν.
Σε λιγότερο από μια δεκαετία η διεθνοποίηση του εμπορίου, η ψηφιοποίηση και η τεχνολογική πρόοδος οδήγησαν σε μια μεταβολή της φύσης των οργανωτικών δομών και των ροών των επιχειρήσεων. Η μεταβολή αυτή θα γίνει τουλάχιστον 3 φορές πιο έντονη με τη σταδιακή υιοθέτηση των καινοτομιών της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, και κυρίως της τεχνητής νοημοσύνης κατά την επόμενη 15ετία.
Ανάλογα με το επιχειρηματικό μοντέλο, τον κλάδο και τις αγορές ορισμένες επιχειρήσεις πλέον δεν εξαρτώνται από επενδύσεις σε υλικά περιουσιακά στοιχεία αλλά παρουσιάζουν ιδιαίτερη ευελιξία και ρευστότητα.
Μπορούν να σχεδιαστούν γρήγορα και στη συνέχεια να διαμορφωθούν και να αναδιοργανωθούν ώστε να αξιοποιήσουν τις μεταβαλλόμενες αγορές, τα προϊόντα, τις κατηγορίες πελατών, και τις οικονομικές ευκαιρίες. Είναι οι λεγόμενες ρευστές επιχειρήσεις.
Πέραν του ότι έχουν τη δυνατότητα να μεταβάλουν τη δομή κόστους από υψηλής εντάσεως σταθερού κόστους σε κυρίως μεταβλητού κόστους μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, οι ευέλικτοι οργανισμοί μπορούν επίσης να κατευθύνουν την εταιρική στρατηγική σχεδόν ταυτόχρονα με τις μεταβολές κόστους, (Bhimani A. and Bromwich, M., 2016).
Οι ρευστοί οργανισμοί αποτελούν μια ριζοσπαστική μεταβολή των επιχειρήσεων του 20ού αιώνα η οποία θα πολλαπλασιαστεί με τη βοήθεια της τεχνολογίας τον 21ο αιώνα. Η ευελιξία τους προέρχεται από τη μετάβαση από μια άκαμπτη δομή με κυρίως πάγια περιουσιακά στοιχεία, η οποία έχει λειτουργικούς περιορισμούς διοικητικής φύσεως, σε μια δομή που είναι εξαιρετικά μεταβαλλόμενη και έχει τη δυνατότητα αλλαγής των προϊόντων σε πραγματικό χρόνο, διαφοροποίησης των υπηρεσιών και ανακατεύθυνσης του ανταγωνισμού.
Η διεθνοποίηση του εμπορίου έδωσε τη δυνατότητα σε πολλές εταιρίες να διεισδύουν σε μεγαλύτερες και σε πιο απομακρυσμένες αγορές. Ωστόσο, η κερδοφορία εξαρτάται από την δυνατότητα διαμόρφωσης του προϊόντος ώστε να ανταποκρίνεται στις κατά τόπους προτιμήσεις και ανάγκες. Συνεπώς, τα διαφοροποιημένα προϊόντα απέκτησαν ένα επιπρόσθετο επίπεδο διαφοροποίησης εντός των τοπικών αγορών, γεγονός που ενισχύει την ανάγκη για τεχνολογίες και διαχείριση των πόρων προκειμένου να υποστηριχθεί μια εκτεταμένη διαφοροποίηση.
Η άνοδος των ρευστών οργανωτικών δομών είναι ένα φαινόμενο που συνδέεται άρρηκτα με την άφιξη της ψηφιοποίησης και της κεντρικής διαχείρισης των δικτύων.
Παρόλο που ορισμένα ψηφιακά προϊόντα υπήρχαν και στο παρελθόν, το διαδίκτυο διευκόλυνε την παγκόσμια πρόσβαση σε αυτά από οποιοδήποτε σημείο διέθετε ευρυζωνική διαδικτυακή σύνδεση.
Επιπλέον, η διαδικτυακή οικονομία επέτρεψε τη δημιουργία νέων εφοδιαστικών αλυσίδων και εικονικών μορφών εταιρειών, ενώ οι περισσότερες δραστηριότητες διεξάγονται πλέον ψηφιακά.
Αυτές οι μεταβαλλόμενες αγορές και η διαφοροποίηση προϊόντων έχουν ιδιαίτερες προεκτάσεις για τη διαχείριση κόστους. Η αύξηση των επενδύσεων στη διαφοροποίηση των προϊόντων οδήγησε σε μια αύξηση των γενικών εξόδων.
Υψηλότερες επενδύσεις σταθερού κόστους στη βελτίωση των παραγωγικών δυνατοτήτων οδήγησαν στη δημιουργία μιας αυξανόμενης βάσης γενικών εξόδων ως ποσοστό του συνολικού κόστους προϊόντος.
Οι επενδύσεις στις αυτοματοποιημένες διαδικασίες μείωσαν την ανάγκη για άμεση εισροή εργασίας. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 έγινε αντιληπτό ότι αυτοί οι παράγοντες αποτελούν ένα «διπλό χτύπημα» για τα κλασικά λογιστικά συστήματα, τα οποία δημιουργήθηκαν όταν το μεγαλύτερο μέρος του κόστους προερχόταν από άμεσες δραστηριότητες εργασίας. Συνεπώς, τα άμεσα εργατικά ήταν το πλέον κατάλληλο στοιχείο για τις περισσότερες διαδικασίες κατανομής, ενώ υπήρχε μια μικρότερη βάση γενικών εξόδων, η οποία μπορούσε να βασίζεται σε μηχανισμούς κατανομής με βάση το επίπεδο παραγωγής.
Στο σύγχρονο περιβάλλον θεωρείται ότι, εκ των πραγμάτων, τα κόστη παραμορφώνονται από τη χρήση των παραδοσιακών λογικών κατανομής, οι οποίες είχαν σχεδιαστεί για πολύ διαφορετικούς σκοπούς.
Οι επιχειρήσεις με αυξανόμενη διαφοροποίηση προϊόντος και πολυπλοκότητα παραγωγής αντιμετωπίζουν όχι μόνο αυξημένα γενικά έξοδα αλλά και αύξηση του κόστους, που δεν μπορεί να κατανεμηθεί αποτελεσματικά με τη χρήση των παραδοσιακών μεθόδων κοστολόγησης. Η πρόκληση για τη Διοικητική Λογιστική που θα διαχειριστεί τα παραπάνω κόστη είναι πολύ ενδιαφέρουσα.
Οι λογιστές είναι σημαντικό να αντιληφθούν το ρεύμα αλλαγών στην τεχνολογία και τις αλλαγές που θα επέλθουν στις επιχειρήσεις και στην Διοικητική Λογιστική.
Υπολογίζεται ότι στο πολύ κοντινό μέλλον το 90% της υπολογιστικής που διεξάγεται μέσω των επιτραπέζιων ηλεκτρονικών υπολογιστών θα πραγματοποιείται σε «νέφος» (cloud) από απομακρυσμένους διακομιστές (servers). Η εξ αποστάσεως παροχή υπολογιστικών υπηρεσιών είναι ένα ακόμα βήμα προς την ενίσχυση της ευελιξίας των οργανωτικών πόρων. Η τεχνολογία «cloud» πωλείται όταν υπάρχει ζήτηση, ο χρήστης αποφασίζει το βαθμό χρήσης και ο υπεύθυνος για την συντήρηση του νέφους είναι ο πάροχος. Έτσι τα υποστηρικτικά συστήματα μεταβάλλονται από υψηλά μακροχρόνια σταθερά κόστη σε πολύ χαμηλότερα και μετασχηματίζονται σε μεταβλητά αναλόγως της ζήτησης. Με τον τρόπο αυτό οι σύγχρονες και εξελιγμένες τεχνολογίες υπολογιστών και πληροφορικής γίνονται άμεσα διαθέσιμες, όχι μόνο σε μεγάλες επιχειρήσεις αλλά και σε μικρές.
Υπάρχει η παραδοχή ότι οι πληροφορίες διοικητικής λογιστικής παράγονται ώστε να ικανοποιούν τις ανάγκες των μάνατζερ για σκοπούς λήψης αποφάσεων, δεδομένου ότι αυτή η διαδικασία απαιτεί συγκεκριμένες πληροφορίες. Στην άποψη αυτή βασίζεται και η ιδέα ότι οι μάνατζερ αναλύουν τις πληροφορίες στις οποίες έχουν πρόσβαση κυρίως από την Διοικητική Λογιστική και στη συνέχεια λαμβάνουν αποφάσεις και ενεργούν.
Είναι απαραίτητη η πλήρη γνώση σε ζητήματα στρατηγικής, όπως οι εξελίξεις στα πληροφοριακά συστήματα, τεχνολογίες που βασίζονται στο διαδίκτυο, η περιβαλλοντική αειφορία, η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση. Σημαντικό επίσης είναι να αναλυθούν οι δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, όπως:
εξωτερική ανάθεση (out sourcing) και δραστηριότητες μετεγκατάστασης (off-shoring). Π.χ. μισθοδοσία, φορολογία, πληροφορική, παραγωγή εξαρτημάτων, σχεδιασμός, καινοτομία, έρευνα και διαχείριση πελατειακών σχέσεων. Κριτήριο τέτοιων αποφάσεων είναι εάν η ανάθεση μετατρέπει το σταθερό κόστος σε μεταβλητό και κατά πόσο προκύπτουν οικονομίες κλίμακας και οφέλη από την ενέργεια αυτή.
Η άνοδος ρευστών οργανισμών μεταβάλλει τη μέθοδο και το εύρος ανταλλαγής πληροφοριών και εντός και εκτός εταιριών. Τα προϊόντα παρουσιάζουν ασαφή όρια εντός της ψηφιακής οικονομίας. Το όφελος από την αγορά ενός προϊόντος στο e-shops μπορεί για ορισμένους καταναλωτές να είναι τόσο η εμπειρία αγοράς όσο και η κατοχή του ίδιου του προϊόντος.
Τα προϊόντα θα είναι παραμετροποιημένα από τους πελάτες. Οι τεχνολογίες επικοινωνιών εξελίσσονται: από την επιστολή στο τηλέφωνο, τηλεγράφημα, φάξ, email, κινητή τηλεφωνία κλπ. Τα μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας αλλάζουν, οι εφαρμογές διαδικτύου αυξάνουν την διασύνδεση. Η ψηφιακή οικονομία δημιουργεί ψηφιακή σύγκλιση η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο του έντονα διασυνδεδεμένου περιβάλλοντός μας, εντός του οποίου συνεχώς ενοποιούνται κλάδοι που στο παρελθόν ήταν ξεχωριστοί.
Θα υπάρχει ανάγκη για σχεδιασμό μεθόδων κοστολόγησης που θα αναμιγνύουν τις ποσοτικές πληροφορίες με τις ποιοτικές. Τα ρυθμιστικά περιβάλλοντα (εθνικά ή διεθνή) θα απαιτήσουν ικανότητα διαχείρισης τυποποιημένων και ενοποιημένων μοντέλων παρουσίασης των οικονομικών ροών ώστε να είναι συμβατά στις εξωτερικές απαιτήσεις ομοιομορφίας.
Οι τεχνολογίες παραγωγής που επιτρέπουν την ευελιξία κατά μήκος των εταιρικών συστημάτων που βασίζονται στο διαδίκτυο ασκούν αυξημένη πίεση στους οργανισμούς ώστε να κατανοήσουν και να διαχειριστούν τα κόστη από τη συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων.
Οι λογιστικές καινοτομίες απαιτούν πολύ χρόνο μέχρι να γίνουν ευρέως αποδεκτές.
Λόγω της αυξημένης μεταβλητότητας του επιχειρηματικού περιβάλλοντος η διοικητική λογιστική θα πρέπει να εξελίσσεται και να προσαρμόζεται, διαφορετικά άλλες ειδικότητες θα αναλάβουν τις μελλοντικές προσαρμογές.
Οι διοικητικοί λογιστές θα πρέπει να κατανοήσουν την τεχνολογία που χρησιμοποιεί μια εταιρία. Οι οικονομίες φάσματος προκύπτουν από πόρους που χρησιμοποιούνται από κοινού από αντικείμενα κόστους, δηλαδή μπορούν να μοιραστούν την κοινή χρήση. Η λογιστική της κοινής χρήσης είναι μια σημαντική πρόκληση για τη διοικητική λογιστική ειδικά τη στιγμή που πολλές περιβαλλοντικές εξελίξεις δημιουργούν κοινούς πόρους.
Ο κλάδος θα πρέπει να εξελίσσεται και να αναγνωρίζει εγκαίρως τη σπουδαιότητα και την φύση των αναδυόμενων αλλαγών. Για αυτό απαιτείται ικανότητα κατανόησης των διαφορετικών πτυχών της οργανωτικής λειτουργίας και των επιχειρηματικών μοντέλων.
Οι συζητήσεις σχετικά με την τεχνολογία και το ρόλο της στην κοινωνία, δεν βοηθούν. Συνήθως η συζήτηση χρησιμοποιείται για να εξαπατηθούν οι πολίτες και να φοβηθούν για το μέλλον, ώστε να υποταχθούν σε πολιτικούς οι οποίοι δεν μπορούν να μας προστατεύσουν από τις προκλήσεις των νέων τεχνολογιών.
Η πραγματικότητα είναι ότι εξαιτίας της τεχνολογίας, σήμερα, ο παγκόσμιος πληθυσμός έχει φτάσει τα 7,5 δισεκατομμύρια ανθρώπους και επικρατεί περισσότερη απασχόληση. Η παγκόσμια ανεργία βρίσκεται στο ιστορικό χαμηλό επίπεδο του 5%, η παγκόσμια φτώχεια έχει μειωθεί σε πρωτοφανή επίπεδα, από 80% το 1820 σε 10% σήμερα. Η παιδική θνησιμότητα έχει μειωθεί σε λιγότερο από το ήμισυ, από 64,8 θανάτους ανά χίλιες γεννήσεις το 1990 σε 30,5 το 2016.
Έχουμε πολλούς φυσικούς πόρους, καθώς έχει αποδειχθεί πως τα αποθέματα πετρελαίου έχουν αυξηθεί και έχουμε πιο διαφοροποιημένες πηγές εφοδιασμού κυρίως φιλικών προς το περιβάλλον. Όλα αυτά έχουν συμβεί χάρη στη μεγαλύτερη τεχνολογική επανάσταση που έχουμε γνωρίσει ποτέ.
Περισσότερες από τις μισές θέσεις απασχόλησης που υπάρχουν σήμερα, δεν ήταν γνωστές πριν από είκοσι χρόνια. Η εμπειρική απόδειξη λέει ότι τα δεδομένα περισσοτέρων από 140 παρελθόντων χρόνων, δείχνουν ότι η τεχνολογία δημιουργεί πολύ περισσότερη απασχόληση από ότι καταστρέφει και ότι είναι ψέμα ότι οι θέσεις εργασίας χαμηλής ειδίκευσης εξαφανίζονται για πάντα. Άλλες δημιουργούνται στη θέση τους.
Η Γαλλία, η οποία έχει λιγότερα από τα μισά ρομπότ της Νότιας Κορέας ή της Σιγκαπούρης (127 ανά χιλιάδες εργαζόμενους), έχει σχεδόν τριπλάσιο ποσοστό ανεργίας από ότι οι υψηλότερα αυτοματοποιημένες χώρες. Η Ισπανία έχει ακόμα χαμηλότερη αυτοματοποίηση, 60% λιγότερα ρομπότ από τις χώρες με υψηλή αυτοματοποίηση και 5 φορές υψηλότερο ποσοστό ανεργίας. Ο οργανισμός McKinsey εκτιμά ότι σχεδόν το ήμισυ της αυξημένης ανταγωνιστικότητας των επόμενων 50 ετών, θα οφείλεται στη ψηφιοποίηση και την αυτοματοποίηση. Αυτό σημαίνει υψηλότερους μισθούς σε όλους τους τομείς, ακόμη και για το χαμηλότερης ειδίκευσης εργατικό δυναμικό.
Η τεχνολογία έχει δημιουργήσει μέχρι και 40% περισσότερες ανειδίκευτες εργασίες πέραν εκείνων που «καταστρέφει», σύμφωνα με την εμπειρία της Καλιφόρνιας, του Τέξας ή του Ιλινόις και των ασιατικών χωρών.
Σύμφωνα με την Ασιατική Αναπτυξιακή Τράπεζα, ο μεγαλύτερος οικονομικός δυναμισμός που δημιουργήθηκε από τη ρομποτική αυτοματοποίηση σε 12 ασιατικές αναπτυσσόμενες οικονομίες μεταξύ του 2005 και του 2015, αντιστάθμισε την “καταστροφή” της απασχόλησης που προήλθε από την εφαρμογή διαδικασιών αυτοματοποίησης και δημιούργησε πρόσθετη απασχόληση. Αυτός ο μετασχηματισμός οδήγησε στη δημιουργία 134 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας ετησίως, αριθμός σαφώς υψηλότερος από τις 104 εκατομμύρια θέσεις εργασίας ετησίως που “μετασχηματίστηκαν” από την επίδραση της υποκατάστασης της εργασίας λόγω αυτοματοποιημένων διαδικασιών.
Συμπέρασμα: Η γρήγορη υιοθέτηση των νέων τεχνολογιών μέσω της κατάλληλης εκπαίδευσης, είναι κλειδί για το μετασχηματισμό του επαγγέλματος του λογιστή και την αναβάθμιση των αμοιβών τους.