Tου Πάνου Pούσση
H ιστορία που ακολουθεί αποδεικνύει ότι ο «επιμένων» ασφαλιστής όχι μόνο νικά και δικαιώνεται, αλλά προσφέρει και μια μοναδική και ανεκτίμητη υπηρεσία στους πελάτες του!
Aυτή η δουλειά για την οποία σας γράφω ήρθε στο γραφείο μου από σύσταση.
Ένας φίλος που είχε εγκαταλείψει πρόσφατα το επάγγελμα, ψάχνοντας για μια μόνιμη και σίγουρη θέση, όπως υπολόγιζε, με πήρε εκ μέρους του στο τηλέφωνο και ζήτησε να με γνωρίσει από κοντά. Το ραντεβού κλείστηκε γρήγορα και το επόμενο απόγευμα ένας νέος άνδρας χτύπησε την πόρτα του γραφείου μου τη συμφωνημένη ώρα. Όπως ήταν επόμενο, το πρώτο μέρος της συζήτησης καταναλώθηκε στις συστάσεις, στην προσφορά του συνηθισμένου καφέ και σε συζήτηση γενικής φύσεως. Ο Γιώργος Πετμεζάς, όπως μου συστήθηκε, ήταν υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος και ο λόγος που ζήτησε να με συναντήσει ήταν ότι είχε αγοράσει πρόσφατα ένα αυτοκίνητο και ήθελε να το ασφαλίσει. Όντας φίλος με τον παλιό μου Ασφαλιστή, πήρε καλές συστάσεις για το άτομό μου και έτσι αποφάσισε να μου αναθέσει τις ασφαλιστικές του καλύψεις. Η διαδικασία της υποβολής της αίτησης τελείωσε γρήγορα, όμως ο επισκέπτης δεν έλεγε να φύγει. Καταλάβαινα ότι κάτι ήθελε ακόμη, αλλά προφανώς η έμφυτη ευγένειά του και το γεγονός της πρώτης επαφής μαζί μου τον κρατούσαν σε απόσταση. Αντιλήφθηκα ότι η ασφάλιση του αυτοκινήτου του ήταν πρόσχημα για να έρθει στο γραφείο μου και ότι ζητούσε κάτι άλλο. Έτσι, αποφάσισα να τον βοηθήσω να αποκαλύψει τις προθέσεις του. Νόμιζα ότι ήθελε να γίνει Ασφαλιστής. Του μίλησα για τις δυνατότητες της δουλειάς μας και για το πόσοι άνθρωποι που είχαν μια άλλη πρωινή εργασία, ασχολούνταν το απόγευμα με τη σύναψη ασφαλειών, δημιουργώντας μ αυτόν τον τρόπο ένα πρόσθετο εισόδημα, πράγμα που τους εξασφάλιζε μια καλύτερη ζωή γι αυτούς και την οικογένειά τους. Μιλώντας, και από τον τρόπο που ο επισκέπτης μου παρακολουθούσε προσεκτικά τα λεγόμενά μου, κατάλαβα πως η προαίσθησή μου δεν με είχε γελάσει.
«Λοιπόν», του είπα τελειώνοντας το μονόλογό μου, «μήπως, κ. Πετμεζά, σας ενδιαφέρει να ασχοληθείτε κι εσείς τις ελεύθερες ώρες σας με τη σύναψη ασφαλειών, μια που όπως καταλαβαίνω έχετε έναν ευρύ κύκλο γνωριμιών, που έχουν οπωσδήποτε ασφαλιστικές ανάγκες;» Η απάντηση στο ερώτημα ήρθε πλέον εύκολα και γρήγορα. Ο επισκέπτης μου μου εξήγησε πως πράγματι η ασφάλιση του αυτοκινήτου του ήταν μια πρόφαση και πως άλλη ήταν η πραγματική και σοβαρότερη αιτία. Πως η αδελφή του, που ήταν παντρεμένη μ’ έναν επιχειρηματία που είχε ένα εργοστάσιο σιδηροκατασκευών στην Καλλιθέα, τον είχε ειδοποιήσει πως ο γαμπρός του είχε αποφασίσει να καλύψει ασφαλιστικά το κτίριο, τα μηχανήματα, τις πρώτες ύλες, τα έτοιμα προϊόντα, τα μεταφορικά μέσα και το προσωπικό της επιχείρησης σε μια εταιρεία και να βρει ένα σοβαρό Ασφαλιστή που να αναλάβει υπεύθυνα όλες αυτές τις καλύψεις. Έχοντας πολύ καλές συστάσεις για μένα και την εταιρεία που εκπροσωπούσα, από τον παλιό μου Ασφαλιστή, και υπολογίζοντας στη βοήθεια και υποστήριξη της αδελφής του, μου πρότεινε να πάμε μαζί την επόμενη στο εργοστάσιο του γαμπρού του στην Καλλιθέα, να μου τον γνωρίσει και ό,τι ήθελε προκύψει. Κάνοντάς μου αυτή την πρόταση, νόμισα πως ο επισκέπτης μου θα ήθελε να εργαστεί ως Ασφαλιστής, αλλά αυτός προλαβαίνοντάς με, μου εξήγησε ότι η εργασία του στην Τράπεζα της Ελλάδος το πρωί και οι υπερωρίες το απόγευμα δεν του επέτρεπαν να έχει άλλη ασχολία. Έτσι συμφωνήσαμε ένα καθαρό ποσοστό σε κάθε εργασία που θα έβγαινε από το γαμπρό του, χωρίς καμία ανάμειξή του στις συζητήσεις και στη σύναψη των ασφαλειών. Την επομένη το πρωί με τον Γιώργο Πετμεζά κατεβήκαμε στην Καλλιθέα, στο εργοστάσιο του γαμπρού του. Επρόκειτο για μια μαζεμένη και καλά οργανωμένη επιχείρηση κατασκευής και εμπορίας ειδικών σιδηρών εξαρτημάτων, με αποκλειστικότητα κυκλοφορίας στην Ελλάδα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή, όπως αποδείχθηκε στη συζήτηση που ακολούθησε, ήταν μισοασφαλισμένη σε διάφορες εταιρείες με τυχαίους Ασφαλιστές. Ο ιδιοκτήτης και διευθυντής της επιχείρησης κ. Παύλος Αθανασόπουλος μας δέχθηκε με συγκρατημένη εγκαρδιότητα στο ιδιαίτερο γραφείο του όπου έγιναν και οι απαραίτητες συστάσεις. Στη συνέχεια ο κ. Πετμεζάς, προφασιζόμενος επείγουσα εργασία του στην Τράπεζα της Ελλάδος, αποχώρησε ευχόμενος και στα δύο μέρη καλή επιτυχία στις διαπραγματεύσεις μας.
Ύστερα απ αυτό και την ανταλλαγή των συνηθισμένων φιλοφρονήσεων, ακολούθησε μια ευρύτατη συζήτηση που κράτησε αρκετές ώρες, κατά την οποία εγώ μεν προσπάθησα και πέτυχα να διερευνήσω τις διαθέσεις του συνομιλητή μου και να συνοψίσω τις ασφαλιστικές του ανάγκες, ο δε κ. Αθανασόπουλος με εύστοχες ερωτήσεις και πετυχημένες παρεμβολές προσπάθησε, και πέτυχε κι αυτός, να πληροφορηθεί μέχρι πού έφθαναν τόσο οι ασφαλιστικές μου γνώσεις, όσο και η υπόλοιπη παιδεία μου, κι ακόμα η κοινωνική μου υπόσταση, οι σχέσεις μου με τα στελέχη της εταιρείας, καθώς και η οικονομική μου κατάσταση.
Τελειώνοντας τη συζήτηση, φάνηκε καθαρά πως και οι δυο μας είχαμε βαθμολογήσει τον άλλο με πολύ καλούς βαθμούς. Η χειραψία που ανταλλάξαμε φεύγοντας ήταν πολύ θερμή. Ο πάγος είχε σπάσει. Μια πολύ ωραία και επωφελής και για τα δύο μέρη συνεργασία μόλις είχε αρχίσει.
Ήμουν πολύ κοντά στην επιχείρηση, δημιουργώντας προσωπικές γνωριμίες και συμπάθειες που κατέληγαν πάντα σε ανάληψη ασφαλειών αυτοκινήτων, ζωής και πυρός
Για να διαβάσετε τη συνέχεια πατήστε εδώ