Δραστικές παρεμβάσεις για τη μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις, στα ακίνητα και στη μεγάλη περιουσία ώστε να έρθουν επενδύσεις ζητά στο τελευταίο της δελτίο η Alpha Bank. Προτείνει να τεθεί σε εφαρμογή ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης κρούοντας σε έντονο ύφος τον κώδωνα στην κυβέρνηση για χειρότερες ημέρες που μπορεί να έρθουν ασκώντας κριτική για υπερπληθώρα εξαγγελιών που δεν γίνονται πράξεις…
Προκρίνει και την εκλογίκευση του θεσμικού και οργανωτικού πλαισίου λειτουργίας της στεγαστικής πίστης στη χώρα, με τη σταδιακή άρση της απαγόρευσης των πλειστηριασμών ακινήτων στις περιπτώσεις που χαρακτηρίζονται ως πρώτη κατοικία των νοικοκυριών. Σημειώνει, ότι η ανάκαμψη της στεγαστικής πίστης αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση, σε συνδυασμό με την εκλογίκευση του φορολογικού καθεστώτος στον τομέα της ακίνητης περιουσίας, για την αποκατάσταση της λειτουργίας της αγοράς ακινήτων, που έχει σήμερα ουσιαστικά διακοπεί πλήρως με σημαντική συμβολή στη βαθιά ύφεση της ελληνικής οικονομίας και στην εκρηκτική αύξηση της ανεργίας.
Όπως επισημαίνει, στο πλαίσιο αυτό, η πρόσφατη απόφαση της κυβέρνησης για μια ελεγχόμενη, σταδιακή απελευθέρωση του ισχύοντος την τελευταία τετραετία καθεστώτος οριζόντιας απαγόρευσης των πλειστηριασμών, με ταυτόχρονη διατήρηση του καθεστώτος προστασίας των πραγματικά οικονομικά αδύναμων και των συνεπών στις υποχρεώσεις τους δανειζομένων (παρά τις μεγάλες οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν), φαίνεται να αποτελεί κάποια λύση σε ένα πραγματικό αδιέξοδο. Επιπλέον, θα συμβάλλει στην αναζωπύρωση των στεγαστικών δανείων για αγορά πρώτης κατοικίας, που ήταν έως τώρα απαγορευτικά για τις τράπεζες, αφού οι δυνατότητες που είχαν να εισπράξουν τα τοκοχρεολύσια των δανείων αυτών ήταν δραστικά περιορισμένες με κρατική διαταγή.
Στην ίδια μελέτη απευθύνεται και έκκληση για σχέδιο έκτακτης ανάγκης που θα έχει στο επίκεντρό του τη φορολογία με δραστικές κινήσεις μείωσής της. Επισημαίνεται ότι η έξοδος από την κρίση «δεν πρόκειται να μας χαριστεί. Χρειάζεται επιτάχυνση των προσπαθειών για την προσέλκυση μεγάλων ιδιωτικών επενδύσεων. Η κρατική παρέμβαση στο πεδίο αρμοδιοτήτων κάθε Υπουργείου δεν πρόκειται να φέρει την επιθυμητή επανεκκίνηση της οικονομίας, με ρυθμούς ικανούς να απορροφήσουν την τεράστια ανεργία και τη σχολάζουσα παραγωγική δυναμικότητα που απαξιώνεται».
Όπως επισημαίνει δεν αρκούν πλέον οι φιλότιμες αλλά οριακές πρωτοβουλίες για τη διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας, την άρση των αντικινήτρων, την αποκατάσταση σταθερού φορολογικού συστήματος, τη διαμόρφωση αναπτυξιακού θεσμικού πλαισίου, κ.ο.κ.
«Δεν αρκούν οι εξαγγελίες για επανεκκίνηση των έργων των μεγάλων οδικών αξόνων, για αξιοποίηση του Ελληνικού, του υψηλότερου σε αξία οικοπέδου σε αστική περιοχή της Μεσογείου, για παραχώρηση λιμανιών, αεροδρομίων, μαρίνων κ.λπ., και να μην έχει στηθεί ούτε ένα μεγάλο εργοτάξιο στην χώρα ώστε να αρχίσουν οι υπεργολαβίες και να υπάρξει ντόμινο δραστηριότητας σε όλη την χώρα. Η δημοσιονομική προσαρμογή και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις καλά γίνονται ώστε να βοηθούν στην αποκατάσταση εμπιστοσύνης και αναπτυξιακής προοπτικής. Χωρίς, όμως, την εισροή ιδιωτικών κεφαλαίων, η χώρα θα βρίσκεται για πολλά χρόνια, μεταξύ σφύρας και άκμονος, χωρίς να μπορεί να αποκλεισθεί η πολιτική αποσταθεροποίηση και η κοινωνική αποδόμηση. Η απαλλαγή από τα Μνημόνια (πληθυντικός υποτιμήσεως) θα αποδειχθεί όνειρο απατηλό».
Ειδική μνεία κάνει για τις τράπεζες. Αναφέρει ότι «χρειάζονται επενδύσεις εδώ και τώρα. Λεφτά, όμως, δεν υπάρχουν. Το τραπεζικό σύστημα, παρόλο που έχασε καταθέσεις € 75 δισ., συνέχισε τα τελευταία τρία χρόνια να χρηματοδοτεί την ελληνική επιχείρηση και το νοικοκυριό, με λεφτά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι εάν οι τράπεζες είχαν μειώσει τη χρηματοδότηση της οικονομίας με πιο δραστικό τρόπο, δεν θα υπήρχε σήμερα ούτε οικονομία, ούτε και τράπεζες. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει αδυναμία παροχής πρόσθετης ρευστότητας στην οικονομία, διότι η επιστροφή των καταθέσεων στις τράπεζες και η πρόσβαση των τραπεζών στις αγορές για δανεισμό καθυστερούν. Συνεπώς, η χρηματοδότηση θα είναι περιορισμένη, τουλάχιστον έως ότου αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη και αρχίσει να ομαλοποιείται η λειτουργία της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος».
Ζητά να εφαρμοσθεί ένα πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Για όσο καιρό διαρκεί η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, χρειάζεται μια γενναία απελευθέρωση των χωροταξικών και αδειοδοτικών μηχανισμών, για να έλθουν ξένα κεφάλαια να επενδύσουν στην ελληνική οικονομία. Απαιτείται, επίσης, για ένα διάστημα μηδενική φορολογία κερδών, μερισμάτων και υπεραξιών και δραστική μείωση των εργοδοτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Απαιτείται, επιπρόσθετα, μια γενναία μείωση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος και πλούτου για όλους, και ειδικότερα στα μεγάλα εισοδήματα και στη μεγάλη ακίνητη περιουσία. Διότι, σε διαφορετική περίπτωση δεν υπάρχουν κίνητρα για επενδύσεις και καταστρέφεται η αγορά ακινήτων.
«Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, βεβαίως, καθίσταται αναγκαία η περαιτέρω περικοπή των λειτουργικών δαπανών του δημοσίου, όπου ακόμη απαιτείται, και η αποτελεσματική πάταξη της φοροδιαφυγής έτσι ώστε να μην διαταραχθεί η δημοσιονομική ισορροπία καθώς θα μειώνονται οι φορολογικοί συντελεστές».
«Οι δογματισμοί είναι καταστροφικοί για την οικονομία» αναφέρει λέγοντας ότι «η Κυβέρνηση θα πρέπει να βρει το θάρρος να κάνει ό,τι απαιτεί η κοινή λογική για να βγούμε από το μεγαλύτερο κραχ της ιστορίας μας. Σε διαφορετική περίπτωση, το κόστος θα είναι υψηλό. Αν δεν μπορέσουμε να ανακάμψουμε και να αντιμετωπίσουμε τα χρέη μας, θα ζήσουμε ακόμη χειρότερες ημέρες».