Περίπου πριν ένα χρόνο, ένα από τα πρώτα νομοσχέδια που ψήφισε η (πρώτη αριστερή) κυβέρνηση αφορούσε στη κατάργηση της Αριστείας στα Ελληνικά σχολεία. Γράφτηκαν αρκετά άρθρα την εποχή του νομοσχεδίου, ειπώθηκαν πολλές σοφές κουβέντες από «ειδικούς» στην τηλεόραση (κυρίως από πανεπιστημιακούς, που τα τελευταία χρόνια έχουν κερδίσει σταθερές θέσεις στα τηλεοπτικά παράθυρα για κάθε λογής θέμα συζήτησης) και εκεί σταμάτησε η υποτιθέμενη αντίδραση της κοινωνίας μας.
Υποθέτουμε ότι αν σε μια κοινωνία με σοβαρές αξίες προσπαθήσει ο οποιοσδήποτε να αλλάξει κάποιες από αυτές θα υπάρξει μεγάλη και διαρκής αντίδραση (βλέπε «ολονύκτια πορεία των Αγανακτισμένων στο Σύνταγμα»). Αλλά στη περίπτωση της Αριστείας, τίποτα, καμία ολονύκτια διαμαρτυρία, καμία γραπτή καταγγελία στη Βουλή!
Τι συμβαίνει λοιπόν, μήπως κατά βάθος η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας δεν το θεωρεί πολύ σημαντικό θέμα, ή μήπως απλά δεν αντέχουμε τους Άριστους ανάμεσά μας; Μήπως φοβόμαστε ότι θα φανούν οι ανασφάλειές μας; Μήπως τελικά μας ταιριάζει περισσότερο η Μετριότητα;
Αλλά ας δούμε από πιο κοντά τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας για να ανακαλύψουμε τα πραγματικά αίτια του εξοστρακισμού της Αριστείας στη χώρα μας. Ας αρχίσουμε με την αβεβαιότητα της εποχής μας, την οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα μας και την έλλειψη γενικότερου οράματος από πλευράς ηγετών (πολιτικών, ακαδημαϊκών, επιχειρηματικών, κλπ.). Είναι εύκολο να παρατηρήσει κανείς ότι κυριαρχεί μια προσπάθεια ισοπέδωσης όλων μέσα στη κοινωνία και οικονομία μας.
Η λεγόμενη «ανακατανομή του εισοδήματος» έχει σαν σκοπό τη βαριά φορολόγηση όσων τόλμησαν να ξεπεράσουν τον «μέσο όρο» δουλειάς και εισοδήματος (να ξεπεράσουν τον «μέτριο» δηλαδή μιας οικονομίας) και την δημιουργία αντι-κινήτρων σε όσους τολμήσουν να καινοτομήσουν και να δημιουργήσουν νέες επιχειρήσεις. Παράλληλα, η έξαρση των νέων διορισμών στο ευρύτερο δημόσιο ατόμων «φιλικών προς την κυβέρνηση» επιβεβαιώνει την πάγια πρακτική όλων των κυβερνήσεων εδώ και 30 χρόνια και κάνει επίσημη πια την αναξιοκρατία.
Στα νέα μέτρα που θα προωθήσει η κυβέρνηση είναι και η επαναφορά των φοιτητοπατέρων στα δημόσια πανεπιστήμια (αλίμονο, μην ξεχάσουμε αυτούς τους αιώνιους τύπους) έτσι ώστε να ξαναγυρίσουμε στον μεσαίωνα της διαπλοκής μέσα στα πανεπιστήμια. Θα μπορούσα να γεμίσω πολλές σελίδες με τέτοιες τραγικές καταστάσεις λίγο-πολύ γνωστές σε κάθε σκεπτόμενο Έλληνα εδώ και 35-40 χρόνια.
Επομένως ο εξοστρακισμός της Αριστείας δεν είναι κάτι πρόσφατο, έχει αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά πολλά χρόνια και να προετοιμάζεται το έδαφος, απλά τώρα βρέθηκε η κατάλληλη, φιλολαϊκή, αριστερή κυβέρνηση να το κάνει πραγματικότητα και επίσημα! Βασικός σκοπός της φαίνεται να είναι να γίνουμε όλοι ΙΣΟΙ προς τα κάτω, σε όλα τα επίπεδα και σε όλες τις διαστάσεις, κοινωνικές, οικονομικές, επιχειρηματικές, να γίνουμε δηλαδή ένα Έθνος Μετρίων!
Ο Τσώρτσιλ είχε δίκιο, τελικά, όταν έλεγε «οι λαοί έχουν τους ηγέτες που τους αξίζουν». Μήπως απλά δεν μας αρέσει να βλέπουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη γιατί βλέπουμε το πρόσωπο της Μετριότητας; Μακάρι να κάνω λάθος, αλλά δεν νομίζω ότι είναι τυχαίο ότι μια μεγάλη μερίδα του λαού μας διακατέχεται από τη νοοτροπία την υποκοριστικών εκφράσεων όπως χαλαρά, σπιτάκι, κρασάκι, ζωούλα, μανούλα, φιλαράκια, δουλίτσα, αυτοκινητάκι, εκδρομούλα, παρεούλα, τραγουδάκι, εφημεριδούλα, φραπεδάκι και καφεδάκι (ακόμα και αυτό, πάντα μέτριο).
Και αν τολμήσει κανείς και τους ρωτήσει γιατί δεν ανησυχούν για το μέλλον τους ή των παιδιών τους, η απάντηση είναι πάντα αποστομωτική: «έχει ο Θεός», «κάτι θα βρεθεί και για μας», «δόξα τω Θεώ που βρήκαμε μια δουλίτσα και παίρνουμε 400-500 ευρώ το μήνα» (εδώ συνήθως κάνουν και το σταυρό τους για να δείξουν ότι το εννοούν).
Την παραπάνω νοοτροπία μπορούμε να την ονομάσουμε “Σύνδρομο του –ακι” και είναι το πλέον χαρακτηριστικό της κοινωνίας μας και αντανακλά τη Μετριότητα της σαν πλειοψηφία (εννοείται ότι υπάρχει η μειοψηφία που επιδιώκει την Αριστεία και διώκεται για αυτό). Το πρόβλημα, κατά τη ταπεινή μου γνώμη, αρχίζει από τον εσφαλμένο «κλοιό ασφάλειας» που δημιουργεί η ελληνική οικογένεια στα παιδιά της με την θαλπωρή και υπερπροστασία από τυχόν ρίσκο.
«Μόνο αυτός που ρισκάρει να πάει πολύ μακριά μπορεί να ανακαλύψει πόσο μακριά μπορεί να πάει κανείς.» (T.S. Eliot)
Έτσι λοιπόν, σιγά-σιγά οι νέοι σταματάνε την προσπάθεια για κάτι ανώτερο και καλύτερο γιατί φοβούνται να πάρουν ρίσκο, ή καλύτερα, φοβούνται να αποτύχουν. Πιο λίγοι φοιτητές κάθε χρόνο τολμάνε να φύγουν στο εξωτερικό, πιο λίγοι προσπαθούν να πάρουν υποτροφίες αριστείας και ακόμα πιο λίγοι διαπρέπουν στη χώρα μας (σε αντίθεση με αυτούς τους λίγους Έλληνες που τόλμησαν και έφυγαν στο εξωτερικό).
Στην ουσία οι πολλοί «βολεύονται» πίσω από τη ζεστή μακαρονάδα και τα κεφτεδάκια της μαμάς, το χαρτζιλίκι του μπαμπά και την υπόσχεση «μην ανησυχείς παιδί μου, αρκεί να μπεις στο πανεπιστήμιο και έχει ο Θεός».
Προφανώς, εφόσον ισχύουν τα παραπάνω, είναι δεδομένο ότι όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά (δηλαδή, όταν αποτύχουν τα σχέδια μας που συνήθως περιλαμβάνουν συνδυασμό χαλαρότητας και ήσσονος προσπάθειας ΔΕΝ πετύχουν) οι πρώτοι που αρχίζουμε να κατηγορούμε είναι οι «Άλλοι», γιατί φυσικά εμείς (όπως μας έμαθαν οι γονείς μας) δεν φταίμε σε τίποτα! Ποιοι είναι όμως οι άλλοι;
Αρχίζει λοιπόν ο εξοστρακισμός: φταίνε οι δάσκαλοί μας γιατί δεν μας έδωσαν τις σωστές γνώσεις να πετύχουμε, φταίει το σύστημα γιατί δεν με επέλεξε, φταίει η Μέρκελ που καταρρέει η οικονομία μας, φταίει η προηγούμενη κυβέρνηση, φταίει το ΔΝΤ, φταίνε οι Γερμανοί, φταίνε οι Τούρκοι, φταίει η Αμερική, ακόμα και ο Θεός μπορεί να φταίει που «δεν έχει»! Και εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα μας!
Γιατί δεν έχουμε μάθει από μικρά παιδιά να παίρνουμε την τύχη στα χέρια μας αλλά να περιμένουμε να μας την καθορίσουν οι γονείς μας οι ή οι κομματικές σχέσεις που τυχόν έχουμε ή περιμένουμε να αποκτήσουμε!
Υπάρχει όμως χειρότερη ασθένεια για έναν άνθρωπο η για έναν λαό από την Μετριότητα; Μπορεί ένας λαός που διακρίνεται από εφησυχασμό, αποποίηση ευθυνών, ζήλια, μιζέρια, ξερολισμό, αδράνεια, απάθεια και βόλεμα (στο δημόσιο η γενικότερα σαν στάση ζωής), τελικά, να γίνει ένας Άριστος λαός;
Η απάντηση είναι όχι, και ο βασικός λόγος είναι ότι όταν ένας λαός περιμένει να «σωθεί» από άλλους (Αμερική, Γερμανία, Γαλλία, ΔΝΤ, ΟΗΕ, Ρωσία, κλπ.) γιατί πιστεύει ότι ΟΛΑ του τα προβλήματα και οι αποτυχίες οφείλονται σε άλλους, τότε είναι ΑΔΥΝΑΤΟΝ να προσπαθήσει να κάνει κάτι ο ίδιος για να ΑΛΛΑΞΕΙ τη κατάσταση, γιατί ακριβώς πιστεύει ότι τα προβλήματα του έχουν δημιουργηθεί «από έξω» και όχι από μέσα (τον ίδιο)!
Και τελειώνω με το εξής σενάριο-ερωτηματικό: κυριαρχεί η εντύπωση στους περισσότερους πολίτες της χώρας μας ότι μόλις γίνει κούρεμα ή αναδιάρθρωση του χρέους, αυτόματα θα μπούμε σε μια τροχιά ανάπτυξης και όλα θα ξανά-γίνουν όπως παλιά (2004-2007). Παρόλα αυτά, κανείς δεν κάνει κάτι για να αλλάξει αυτό που περιγράφω παραπάνω σαν επιδημία της μετριότητας (θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε και επιδημία της Eurovision, το ίδιο είναι, και τα δυο παθητικής φύσης).
Μάλλον θέλει πολλή δουλειά από όλους μας για να αλλάξει αυτή η μετάλλαξη του ελληνικού DNA που πολύ αποτελεσματικά γαλούχησαν όλες οι κυβερνήσεις αναξιοκρατίας και μετριότητας μέχρι σήμερα.
Και το έργο αυτής της μετάλλαξης πρέπει να γίνει από συνδυασμό πολιτών, ακαδημαϊκών (που έχουν σχέση με την αγορά εργασίας και όχι μόνο με την καθέδρας διδασκαλία), πολιτικών (που έχουν πραγματική προηγούμενή εμπειρία στην αγορά και όχι αυτών που η πρώτη τους θέση ήταν ως υφυπουργοί) και ηγετών (ατόμων που πραγματικά ενδιαφέρονται για να προσφέρουν σε αυτή τη χώρα και όχι μόνο στον εαυτό τους).
Για να μπορέσουμε να το κάνουμε αυτό πραγματικότητα (ένα Έθνος Αρίστων) θα πρέπει να ξεπεράσουμε τη μαζική αδράνεια που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία τα τελευταία 30 χρόνια και προϋποθέτει δέσμευση από μέρους μας και αστείρευτη προσπάθεια να υψώσουμε τις προσδοκίες μας και να αποζητούμε από τους εαυτούς μας και από τους άλλους την αριστεία.
Όπως πολεμάνε οι μέτριοι να γίνουμε όλοι «ίσοι προς τα κάτω», έτσι και εμείς πρέπει να πολεμήσουμε να γίνουμε «διαφορετικοί προς τα πάνω» και κυρίως προς την επίτευξη της αριστείας σε ότι κάνουμε, από την ανάπτυξη καινοτομιών και νέων τεχνολογιών, τη τυποποίηση και ποιότητα των αγροτικών προϊόντων μας μέχρι την ανάπτυξη και εξαγωγή εκπαιδευτικών υπηρεσιών και προσέλκυση διεθνών φοιτητών-πελατών.
*Γιάννης Α. Πολλάλης Καθηγητής Στρατηγικής Πανεπιστήμιο Πειραιώς