Οι ανησυχίες σχετικά με την οικονομική αστάθεια και τις υγειονομικές συνθήκες – ειδικά μεταξύ των νεαρότερων καταναλωτών – έχουν ενταθεί στις αναπτυσσόμενες αγορές, αυξάνοντας την πρόθεση για αγορά ασφαλιστικών προϊόντων.
Αυτό είναι ένα από τα συμπεράσματα της δεύτερης έκδοσης της παγκόσμιας έρευνας EY Global Insurance Consumer Survey, μεταξύ 4.200 καταναλωτών σε επτά χώρες της Αφρικής, της Ασίας, και της Βόρειας και Νότιας Αμερικής. Η έρευνα εξετάζει το διευρυνόμενο χάσμα προστασίας μεταξύ των καταναλωτών στις αναδυόμενες και στις ανεπτυγμένες αγορές, αναδεικνύοντας τους τρόπους με τους οποίους η πανδημία του COVID-19 έχει επηρεάσει τους οικονομικούς κινδύνους και τις ανάγκες των καταναλωτών, όσον αφορά τις προτιμήσεις ασφαλιστικών προϊόντων.
Τα δημογραφικά στοιχεία καθορίζουν την οικονομική δυσπραγία που προκάλεσε η πανδημία
Σύμφωνα με την έρευνα, οι καταναλωτές των αναπτυσσόμενων αγορών βίωσαν βαθύτερες οικονομικές επιπτώσεις από την πανδημία του COVID-19, σε σύγκριση με εκείνους στις ανεπτυγμένες αγορές. Το 78% των καταναλωτών στις αναπτυσσόμενες αγορές χρειάστηκαν να αντλήσουν τις αποταμιεύσεις τους, το 61% είδαν το εισόδημά τους να συρρικνώνεται και το 54% υποχρεώθηκαν να αφήσουν απλήρωτους ορισμένους λογαριασμούς, σε σύγκριση με το 33%, 30% και 22%, αντίστοιχα, των καταναλωτών στις ανεπτυγμένες αγορές.
Επιπλέον, στις αναπτυσσόμενες αγορές, όπου τα ποσοστά εμβολιασμού είναι σημαντικά χαμηλότερα από τις αναπτυγμένες χώρες, οι ανησυχίες για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, αλλά και για την οικονομική ευρωστία, είναι σημαντικά υψηλότερες. Η δημογραφική ανάλυση των καταναλωτών κάθε αγοράς, εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο ο COVID-19 επηρέασε την οικονομική σταθερότητά τους.
Οι καταναλωτές στις αναπτυσσόμενες αγορές είναι νεότεροι (το 75% είναι κάτω των 44 ετών και μόνο το 3% είναι συνταξιούχοι), ενώ δε διαθέτουν ένα επαρκές οικονομικό «μαξιλάρι» ή τις απαραίτητες ασφαλιστικές καλύψεις. Για παράδειγμα, μόνο το 10% έχουν $100.000, ή περισσότερα, σε επενδυτικά περιουσιακά στοιχεία (έναντι 37% στις ανεπτυγμένες αγορές), ενώ μόνο το 56% των ιδιοκτητών σπιτιού έχουν κάλυψη για την κατοικία τους (έναντι 88% στις ανεπτυγμένες αγορές).
Οι καταναλωτές των αναπτυσσόμενων αγορών έχουν έντονη πρόθεση να επενδύσουν σε ασφαλιστικά προϊόντα
Συνολικά, οι καταναλωτές, τόσο στις αναπτυσσόμενες, όσο και στις ανεπτυγμένες αγορές, εκδήλωσαν ενδιαφέρον για προϊόντα βραχυπρόθεσμης προστασίας, όπως η ασφαλιστική κάλυψη προγραμμάτων εκπαίδευσης ή λογαριασμών πιστωτικών καρτών σε περίπτωση απώλειας εργασίας. Ωστόσο, μεταξύ και των οκτώ ασφαλιστικών προϊόντων που συμπεριελήφθησαν στην έρευνα, η επιθυμία για αγορά ενός προϊόντος είναι σχεδόν διπλάσια μεταξύ των καταναλωτών των αναπτυσσόμενων αγορών, σε σύγκριση με αυτούς των ανεπτυγμένων αγορών.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν:
► Το 61% των ερωτηθέντων στις αναπτυσσόμενες αγορές ενδιαφέρονται να αγοράσουν ασφάλεια ζωής, έναντι 22% στις ανεπτυγμένες αγορές.
► Οι καταναλωτές στις αναπτυσσόμενες αγορές έχουν 30% περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν ενδιαφέρον για ένα ασφαλιστικό προϊόν που καλύπτει τα έξοδα νοσηλείας, σε σύγκριση με εκείνους στις ανεπτυγμένες αγορές.
► Το 88% των καταναλωτών των αναπτυσσόμενων αγορών, ενδιαφέρονται για ένα ασφαλιστικό προϊόν που να τους εξασφαλίζει εισόδημα για διάρκεια τριών μηνών εάν χάσουν τη δουλειά τους, έναντι 47% στις ανεπτυγμένες αγορές.
Ως εναλλακτική λύση στην αγορά ασφαλιστικών προϊόντων από παραδοσιακούς φορείς, οι καταναλωτές των αναπτυσσόμενων αγορών εξέφρασαν ενδιαφέρον για την αγορά ενσωματωμένων ασφαλιστικών συμβολαίων. Το 47% των καταναλωτών εκδήλωσαν έντονο ενδιαφέρον για τη σύναψη ασφαλιστικής συμφωνίας με έναν οργανισμό υγειονομικής περίθαλψης/αλυσίδα νοσοκομείων, 25% με μια εταιρεία υπηρεσιών φιλοξενίας, 23% με μια μεγάλη εταιρεία τεχνολογίας και 21% με την κυβέρνηση. Επιπλέον, περισσότεροι από τους μισούς (53%) εκ των καταναλωτών των αναπτυσσόμενων αγορών, ήταν πρόθυμοι να μοιραστούν εξατομικευμένα δεδομένα επικοινωνίας με μια ασφαλιστική εταιρεία ή έναν χρηματοπιστωτικό οργανισμό, με αντάλλαγμα στήριξη για την επίτευξη των ατομικών τους αποταμιευτικών στόχων, σε σύγκριση με 25% στις ανεπτυγμένες αγορές.
Η εταιρική κοινωνική ευθύνη παίζει σημαντικό ρόλο στις καταναλωτικές επιλογές στις αναπτυσσόμενες αγορές Η έρευνα υπογραμμίζει, επίσης, ότι η πανδημία του COVID-19, μαζί με άλλα γεγονότα του περασμένου έτους, ενίσχυσαν το ενδιαφέρον των καταναλωτών για την εταιρική κοινωνική ευθύνη (ΕΚΕ) και τις προσδοκίες τους για την προσφορά των εταιρειών στην κοινωνία.
Το 59% των καταναλωτών παγκοσμίως γνωρίζουν αρκετά καλά την πολιτική εταιρικής κοινωνικής ευθύνης των ασφαλιστικών παρόχων τους, με τους καταναλωτές στις αναπτυσσόμενες αγορές να γνωρίζουν περισσότερο τις κοινωνικές τους δεσμεύσεις. Κατά μέσο όρο, το 56% παγκοσμίως έκανε τουλάχιστον κάποιες ενέργειες που σχετίζονται με την ΕΚΕ, οι οποίες αφορούσαν ασφάλειες ή άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Η φήμη είναι ο πιο κρίσιμος παράγοντας, με το ένα τέταρτο των ερωτηθέντων να αναφέρουν ότι επέλεξαν μια ασφαλιστική εταιρεία έναντι μιας άλλης, λόγω της φήμης που έχει αναπτύξει όσον αφορά τα θέματα ΕΚΕ.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο κος Λάμπρος Γκόγκος, Εταίρος στο Τμήμα Συμβουλευτικών Υπηρεσιών της EY Ελλάδος, και Επικεφαλής Ασφαλιστικών Υπηρεσιών EY Ελλάδος και EY Κεντρικής, Ανατολικής, Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας (CESA), δήλωσε: «Η πανδημία ενίσχυσε το αίσθημα ανασφάλειας των καταναλωτών, που βρέθηκαν αντιμέτωποι με νέους υγειονομικούς, αλλά και οικονομικούς κινδύνους. Η παγκόσμια έρευνα της ΕΥ διαπιστώνει ότι το φαινόμενο είναι αισθητά εντονότερο στις αναπτυσσόμενες αγορές, όπου τα επίπεδα ασφαλιστικής κάλυψης είναι σήμερα χαμηλότερα.
Οι ασφαλιστικές εταιρείες θα πρέπει να μελετήσουν και να κατανοήσουν τους νέους στόχους, αλλά και τις ανάγκες των καταναλωτών, ιδιαίτερα των νέων, που πλέον επιλέγουν ψηφιακά κανάλια επικοινωνίας, για να οικοδομήσουν μακροπρόθεσμες σχέσεις συνεργασίας μαζί τους. Πρέπει, επίσης, να αντιληφθούν ότι οι δράσεις τους στον τομέα της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, επηρεάζουν σημαντικά τις επιλογές των καταναλωτών, οι οποίοι πλέον διαμορφώνουν όλο και περισσότερο τις προτιμήσεις γύρω από τη μακροπρόθεσμη αξία που δημιουργούν οι επιχειρήσεις για τα ενδιαφερόμενα μέρη τους».