Μήνυση κατά της Boeing κατέθεσαν οι μέτοχοί της, ισχυριζόμενοι ότι η εταιρεία έδινε προτεραιότητα στο κέρδος έναντι της ασφάλειας και τους παραπλάνησε σχετικά με τη δέσμευσή της να κατασκευάσει ασφαλή αεροσκάφη, μέχρι που συνέβη το ατύχημα με την έκρηξη μέρους της ατράκτου στις 5 Ιανουαρίου σε ένα 737 MAX 9 της Alaskan Airlines.
Σύμφωνα με μια προτεινόμενη ομαδική αγωγή που κατατέθηκε την Τρίτη, η Boeing πέρασε περισσότερα από τέσσερα χρόνια μετά τις συντριβές δύο άλλων αεροπλάνων MAX τον Οκτώβριο του 2018 και τον Μάρτιο του 2019, που σκότωσαν 346 άτομα, διαβεβαιώνοντας τους επενδυτές ότι η εταιρεία ήταν «εστιασμένη» στην ασφάλεια και δεν θα θυσίαζε την ασφάλεια για τα κέρδη. Οι μέτοχοι είπαν ότι οι δηλώσεις της Boeing ήταν ψευδείς και παραπλανητικές επειδή απέκρυψαν τον «κακό ποιοτικό έλεγχο» στη γραμμή συναρμολόγησης της και προκάλεσαν διόγκωση της τιμής της μετοχής της.
Η τιμή της μετοχής της Boeing μειώθηκε κατά 18,9% από τις 5 Ιανουαρίου έως τις 25 Ιανουαρίου 2024, την επόμενη μέρα που η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Αεροπορίας απαγόρευσε στην Boeing να επεκτείνει την παραγωγή MAX λόγω ανησυχιών για την ασφάλεια. Η πτώση εξαφάνισε περισσότερα από 28 δισεκατομμύρια δολάρια της αγοραίας αξίας.
Εκπρόσωπος της Boeing αρνήθηκε να σχολιάσει. Η αγωγή που κατατέθηκε στο ομοσπονδιακό δικαστήριο της Αλεξάνδρειας της Βιρτζίνια καλύπτει τους μετόχους από τις 23 Οκτωβρίου 2019 έως τις 24 Ιανουαρίου 2024 και διευθύνεται από τον Γενικό Ταμία του Ρόουντ Άιλαντ, Τζέιμς Ντιόσα.
Άλλοι κατηγορούμενοι είναι ο Διευθύνων Σύμβουλος της Boeing, Dave Calhoun και ο προκάτοχός του Dennis Muilenburg, και ο Chief Financial Officer Brian West και ο προκάτοχός του Gregory Smith.
«Αυτή η υπόθεση έχει τη δυνατότητα να επιφέρει αλλαγές στις πρακτικές της Boeing για την προστασία των επιβατών και την ασφάλειάς των πτήσεων στο μέλλον», δήλωσε ο Ντιόσα.