Γράφει ο Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης (30/05/2011 — Mediasoup)
Η Ελλάδα είναι μια χώρα της Βαλκανικής, στην οποία ζουν 10 εκατομμύρια άνθρωποι, εκ των οποίων τα 10 εκατομμύρια είναι πολιτικοί αναλυτές, οικονομολόγοι και ειδικοί σε όλα εκείνα τα πολυσύνθετα και περίπλοκα ζητήματα με τίτλους όπως swaps, options, εξωτερικό χρέος, έλλειμμα, ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών κ.λπ. Την ίδια στιγμή η Ελλάδα είναι μια χώρα, στην οποία η παραγωγικότητα της εργασίας ανά εργαζόμενο είναι εξαιρετικά χαμηλή, οι επενδύσεις που γίνονται είναι εντάσεως εργασίας και όχι τεχνολογίας ή γνώσης, οι εισαγωγές είναι πάντα περισσότερες από τις εξαγωγές και η διεκπεραίωση μιας απλής συναλλαγής με οποιοδήποτε τμήμα του δημόσιου τομέα μια περιπέτεια με αβέβαιο τέλος.
Ωστόσο η Ελλάδα είναι η χώρα, στην οποία συχνά πυκνά βρέχει ανθρώπους. Κάθε φορά που συμβαίνει ένα γεγονός, μικρό ή μεγάλο, άξιας σημασίας ή ανάξιο, όλοι οι κάτοικοι της μικρής αυτής χώρας της Βαλκανικής χερσονήσου πέφτουν από τα σύννεφα. Είναι μάλιστα, τόσο έκδηλη η έκφραση της απορίας στα πρόσωπά τους, που ένας ξένος, τρίτος παρατηρητής δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία για την ειλικρίνειά τους.
Έτσι, το τελευταίο χρόνο ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού εκδηλώνουν περίεργες τάσεις. Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί κανείς ακούει άπειρες προτάσεις για τη διαχείριση της πρωτοφανούς κρίσης που πλήττει τη χώρα. Θέσφατα κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα, φετφάδες ξεπερασμένων από τις εξελίξεις πολιτικών δημοσιοποιούνται στο διαδίκτυο με αξιώσεις απόλυτης αλήθειας, συλλέγονται υπογραφές για τη δημιουργία επιτροπών και επιτροπάτων που θα ελέγξουν τα πεπραγμένα του πολιτικού συστήματος και θα αποφανθούν για το αν το εξωτερικό χρέος που πνίγει τη χώρα είναι απεχθές, δίκαιο ή λογικό.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι πολίτες, επιτέλους, άρχισαν να ενδιαφέρονται για τα κοινά, για τη συλλογική και ατομική τους μοίρα στη δίνη αυτής της ιστορικής συγκυρίας. Θα μπορούσε, επίσης, να πει κάποιος, ότι η ραστώνη, η ραθυμία και η απάθεια της προηγούμενης περιόδου, έδωσαν τη θέση τους στην ενεργητική ανάμιξη, στη δραστήρια συμμετοχή, στην πολιτικοποίηση.
Στη χώρα όμως όπου βρέχει ανθρώπους, σ’ αυτή τη ξεχασμένη επαρχία της πάλαι ποτέ διαλάμψασας Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο πληθυσμός είτε έχει μνήμη χρυσόψαρου είτε απλά εκμεταλλεύεται τη βασική ιδιότητα της ανθρώπινης μνήμης και απωθεί κάθε τι που του είναι δυσάρεστο.
Κάθε άλλο, λοιπόν, παρά τυχαίο είναι το γεγονός ότι με αγαστή σύμπνοια ο πληθυσμός στρέφεται κατά του Μνημονίου με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την καθημερινότητά του. Και η οργή αυτή θα ήταν απολύτως δικαιολογημένη, αν προηγουμένως είχαν αναλογιστεί οι κάτοικοι της μικρής αυτής βαλκανικής χώρας το πώς φτάσαμε ως εδώ.
Όταν άλλοι λαοί εισέβαλαν ορμητικά στην κοινωνία της γνώσης, στην καθ΄ημάς Ανατολή κυριαρχούσε το σύνθημα «όχι στην εντατικοποίηση των σπουδών», η κυριαρχία του «ένα βιβλίο – ένα μάθημα», ενώ οι πιο φιλόδοξοι φοιτητές έχτιζαν τις πόρτες των γραφείων των καθηγητών, οι απόψεις των οποίων δεν συμφωνούσαν με τις επιταγές των κομματικών επιτελείων. Υπήρξαν δε και περιπτώσεις προπηλακισμού ομιλητών, καύσης βιβλίων, βίαιης ματαίωσης εκδηλώσεων, με το περιεχόμενο των οποίων δε συμφωνούσαν οι κομματικοί φοιτητικοί στρατοί ή οι λεγόμενοι αναρχικοί – μπαχαλάκηδες. Οι υπόλοιποι απλά έπιναν καφέ στην πλατεία στοχαζόμενοι την επερχόμενη επανάσταση, συμμορφούμενοι πάντα με το βλαχομπαρόκ life style που σερβίριζαν τα διάφορα λαϊκά περιοδικά. Κάποιοι ελάχιστοι διάβαζαν, μετά έφευγαν στο εξωτερικό και έριχναν μαύρη πέτρα πίσω τους. Ένα μεγάλο μέρος της διανόησης αντί «να γράφει ιστορία», προτίμησε να «τη σχολιάζει», όπως προσφυώς σημειώνει ο Μισέλ Φουκώ, και μάλιστα ως εντεταλμένοι ερμηνευτές της σοφίας του εκάστοτε κομματικού της ηγέτη. Έτσι όμως αυτοευνουχίστηκε και κατέληξε είτε στα αζήτητα της ιστορίας είτε αναγκάστηκε να γράφει ευπώλητες ανοησίες προς μαζική κατανάλωση από τους ιθαγενείς, είτε μετατράπηκε σε τηλεοσχολιαστές προς τέρψιν του φιλοθεάμονος μα άφρονος κοινού.
Τρία Κοινοτικά Πλαίσια, μερικές δεκάδες δισεκατομμύρια, χορηγήθηκαν στην Ελλάδα από το 1981 μέχρι σήμερα και πουθενά δεν είναι ορατά τα αποτελέσματά τους. Εκτός να θεωρήσουμε ως μεγάλη δομική αλλαγή την ανάπτυξη ιδιόμορφων πολιτιστικών κέντρων, κατά μήκος των επαρχιακών εθνικών οδών, όπου η περήφανη αγροτιά μυούνταν στα νάματα του πολιτισμού της νύχτας και των διαδόχων του Ρωμανού του Μελωδού, που φορούσαν μαύρα κοστούμια και λαμέ πουκάμισα. Το εθνικό σύνθημα ήταν «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά» και δυο γενιές αγροτών έμαθαν να ζουν όχι από τον κάματο, αλλά από τις επιδοτήσεις, οι οποίες τώρα τελείωσαν κι οι ίδιοι εγκλωβισμένοι σε παρωχημένες μεθόδους και πρακτικές αντιμετωπίζουν το φάσμα της ολοκληρωτικής καταστροφής.
Η νέα εθνική ιδέα του 21ου αιώνα, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 αποδείχτηκε ότι ήταν ένα πηγάδι χωρίς πάτο. Η δοξολογία, οι αγιογραφίες και η υμνολογία της κυρίας που ανέλαβε την υλοποίηση τους, δεν ήταν τίποτα άλλο από μια ακόμη θηλιά στο λαιμό των σύγχρονων αλλά και των επερχόμενων γενεών. Γιατί ο καθένας θα μπορούσε να τους υλοποιήσει έχοντας στη διάθεσή του απεριόριστους πόρους. Ο καλός ηγέτης όμως υλοποιεί σχέδια με περιορισμένους πόρους και την κατάλληλη αξιοποίηση των ανθρώπων. Σ’ εμάς απλά μοιράστηκαν αφειδώς δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ, τα οποία είχαμε δανειστεί προς το σκοπό αυτό. Σήμερα, επτά χρόνια μετά, οι εγκαταστάσεις παραμένουν όχι μόνο αναξιοποίητες, αλλά ρημάζουν, ενώ παράλληλα, ακόμη δεν έχουμε μάθει, πόσα, εν τέλει, χρήματα δαπανήθηκαν για την μεγάλη αυτή «ιδέα».
Το νέο κοινωνικό συμβόλαιο που συνομολογήθηκε το 1974 στην ελληνική κοινωνία προέβλεπε ότι η ελίτ της κοινωνίας θα αναλάβει ανενόχλητη τη μεγάλη διαπλοκή δίχως να την ενοχλεί κανείς, ενώ τα υπόλοιπα τμήματα του πληθυσμού θα ασχολούνταν με τη μικρή διαπλοκή χωρίς παρεμβάσεις. Έτσι, εμφανίστηκε το «γρηγορόσημο», ο «γνωστός», το «μέσο», ο κοορπορατικός συνδικαλισμός των ΔΕΚΟ, η μοιρασιά των διορισμών μεταξύ όλων των κομμάτων, αναλόγως της εκλογικής δύναμης του καθενός, η «κομματική πελατεία», τα «δικά μας παιδιά» και όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που περιγράφουν μια κοινωνία σε απόλυτη παρακμή.
Στο μεταξύ όλα τα κόμματα ενίσχυαν και καθοδηγούσαν τις ολοένα και αυξανόμενες απαιτήσεις του πληθυσμού, παραγνωρίζοντας σκόπιμα το γεγονός ότι οι κάθε είδους παροχές γίνονταν με δανεικά χρήματα. Η παραγωγική δομή της χώρας αποσαθρώθηκε, η αγροτική παραγωγή επιβίωνε χάρη στις επιδοτήσεις, ο τουρισμός, η νέα αυτή Παναγιά των Ρωμιών, φυτοζωούσε ανάμεσα σε υπερτιμημένες και κακές υπηρεσίες και την παράλληλη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος και των τοπικών οικονομιών.
Η εργασία ως αξία αντικαταστάθηκε από τη λαμογιά. Η αποταμίευση ως αρετή αντικαταστάθηκε από τον άκρατο καταναλωτισμό με δανεικά λεφτά. Η δημιουργικότητα ως καθοδηγητική αρχή του βίου αντικαταστάθηκε από την καπατσοσύνη της εξαπάτησης. To imperium της συλλογικής ευθύνης, υποκατέστησε την ατομική ευθύνη. Όλοι ζητούσαν τα δικαιώματα τους, αλλά κανείς δεν ανέφερε ότι το δικαίωμα συνεπάγεται και ευθύνη. Έτσι, με κοινή συναίνεση, εκχώρησαν τη διαχείριση παρόντος και μέλλοντος στα είδωλα των κατόπτρων τους, τους πολιτικούς. Τώρα τους υβρίζουν, ζητούν να δικαστούν για εσχάτη προδοσία, μα λησμονούν, για άλλη μια φορά, ότι αυτοί τους εξέλεξαν, κουνώντας μάλιστα με πάθος πλαστικές σημαίες στις ανά την επικράτεια, πλατείες.
Διαμαρτύρονται και αγανακτούν οι κάτοικοι του μικρού αυτού, ελέω Μεγάλων Δυνάμεων, προτεκτοράτου, γιατί τους έκοψαν την πίστωση, γιατί ζητούν πίσω τα δανεικά, γιατί, τώρα πια, θα πρέπει να μάθουν να ξοδεύουν τόσα όσα παράγουν. Δεν είναι να τους αδικεί κανείς, φέρονται όπως φέρεται ένα κακομαθημένο μωρό που του λένε πως η ώρα του παιχνιδιού πέρασε και πως πρέπει τώρα να κάνει τα μαθήματά του.
Όλα αυτά όμως είναι ψιλά γράμματα για τους ανθρώπους που πέφτουν από τα σύννεφα. Η πτώση είναι ιλιγγιώδης και δεν προλαβαίνουν να τα αναλογιστούν όλα αυτά. Οι ανατροπές στη ζωή είναι τόσο ραγδαίες που δεν αφήνουν χρόνο για αναστοχασμό. Όλοι αναζητούν φως στην άκρη του τούνελ. Μέσα στο τούνελ, κάπου μακριά αχνοφέγγει ένα μικρό φωτάκι. Δεν είναι όμως η άκρη του. Είναι το φως του τρένου της ιστορίας με την οποία θα συγκρουστούμε μετωπικά και με ολέθριες συνέπειες.
Ο τόπος τούτος, ο τόπος για τον οποίο ο Ανδρέας Εμπειρίκος έγραψε «Θεέ! O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως! Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου», βρίσκεται σήμερα στο σταυροδρόμι των ιστορικών αποφάσεων του για το μέλλον. Ένα μέλλον που δεν θα έχει την παραμικρή σχέση με το παρελθόν. Ένα μέλλον άδηλο προς το παρόν. Ένα μέλλον που είτε θα γραφτεί με γνώμονα τη δημιουργία και την πρόοδο είτε θα μουτζουρωθεί από τις αυτοκαταστροφικές τάσεις του νεοέλληνα.
Ανατρέχοντας στην ιστορία βλέπουμε ότι ο τόπος τούτος αναγεννιέται μετά από κάθε ακρωτηριασμό, μετά από κάποια μεγάλη καταστροφή. Η καταστροφή αυτή επήλθε ήδη. Το κοινωνικό μοντέλο της δάνειας ευμάρειας, το μοντέλο της παραγωγής ελλειμμάτων, το μοντέλο της άκρατης κατανάλωσης υπό τις ευλογίες του πολιτικού κατεστημένου της χώρας κατέρρευσε. Η ερμηνεία αυτής της κατάρρευσης με όρους και ιδεολογήματα του 19ου αιώνα εκτός από ανόητη είναι και επικίνδυνη, γιατί ελλοχεύουν κίνδυνοι μακρόχρονης κοινωνικής διάλυσης, πράγμα το οποίο επιδιώκουν, άλλωστε όχι μόνο οι νοσταλγοί του καταδικασμένου παρελθόντος, αλλά και οι επίδοξοι χαλίφηδες της νέας απόλυτης αλήθειας.
Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι και στη συνέχεια θα βρέχει διαρκώς ανθρώπους. Οι πολίτες αυτής της μικρής βαλκανικής χώρας θα συνεχίσουν να πέφτουν από τα σύννεφα. Βλέπετε, εκεί ψηλά, είναι δύσκολο να αναλογιστεί κανείς τη δική του, ατομική ευθύνη για όλα, αφήστε δε που είναι εξαιρετικά δυσάρεστο να το κάνει, αφού έτσι θα ομολογεί και τη δική του ατομική αποτυχία. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι η ιστορία δε γράφεται με παρθενορραφές στη μνήμη και τη συνείδηση.
Η νεοελληνική-ιστορία μέχρι σήμερα γράφεται πάντα με τον ίδιο τρόπο.Με βάση την ανθρώπινη βλακεία, πλεονεξία και ιδιοτέλεια. Στιγμές ανάδειξης του νεοελληνικού μεγαλείου υπάρχουν αλλά είναι ελάχιστες. Η συνέχεια της ιστορίας θα έχει βία, απόγνωση, θάνατο. Το ερώτημα είναι αν θα συνεχίσει να έχει βλακεία. Το κείμενο και οι σκέψεις του Β.Τριανταφυλλίδη είναι εξαιρετικά.