Ψηφίστηκε από τη Βουλή στις 11/12/2018 το νομοσχέδιο «Κατάργηση των διατάξεων περί µείωσης των συντάξεων, ενσωμάτωση στην Ελληνική Νομοθεσία της Οδηγίας 2016/97/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 20ής Ιανουαρίου 2016 σχετικά µε τη διανοµή ασφαλιστικών προϊόντων και άλλες διατάξεις», το οποίο επέφερε σημαντικές τροποποιήσεις στην ασφαλιστική αγορά που δημοσιεύτηκε χτες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
των Γιάννη Κοϊμτζόγλου, Εταίρου στη Δικηγορική Εταιρεία Κρεμαλής και Φανή Μπατσίλα, Α. Δικηγόρου στη Δικηγορική Εταιρεία Κρεμαλής
-
- Ειδικότερα, στο άρθρο 4 παράγραφος 1 περίπτωση 3 προβλέπεται αναδιαμόρφωση και περιορισμός των κατηγοριών των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών στις εξής: οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι συντονιστές ασφαλιστικών πρακτόρων και οι μεσίτες ασφαλίσεων. Ουσιαστικά, η βασική διαφορά σε σχέση µε το προϊσχύον νομικό πλαίσιο είναι η συγχώνευση των κατηγοριών του ασφαλιστικού συμβούλου και του ασφαλιστικού πράκτορα σε µία, για την οποία προκρίθηκε η διατήρηση της ονομασίας του ασφαλιστικού πράκτορα, επειδή είναι όρος ευρύτερα χρησιμοποιούμενος διεθνώς (“agent”).
- Οι ασφαλιστικοί και αντασφαλιστικοί διαμεσολαβητές και οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές που ασκούν ως δευτερεύουσα δραστηριότητα την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, είτε πρόκειται για φυσικά είτε για νομικά πρόσωπα, εγγράφονται υποχρεωτικά σε ειδικό μητρώο. Τη δραστηριότητα διανοµής ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών προϊόντων επιτρέπεται να ασκούν µόνο όσοι είναι εγγεγραµµένοι στο ειδικό μητρώο και µόνο για την κατηγορία στην οποία εγγράφονται. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και οι υπάλληλοί τους δεν εγγράφονται στο ειδικό µητρώο. Κάθε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο της παραγράφου 1 επιτρέπεται να εγγραφεί στις εξής κατηγορίες του ειδικού μητρώου: α) είτε ως ασφαλιστικός πράκτορας ή και συντονιστής ασφαλιστικών πρακτόρων, β) είτε µόνον ως μεσίτης ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων, γ) είτε μόνον ως ασφαλιστικός διαμεσολαβητής που ασκεί ως δευτερεύουσα δραστηριότητα την ασφαλιστική διαμεσολάβηση.
- Συνεπώς, η ιδιότητα του ασφαλιστικού πράκτορα, του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων και του μεσίτη ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων είναι ασυμβίβαστη µε την ιδιότητα του γενικού διευθυντή ή του διευθυντή ή του εκπροσώπου ημεδαπής ή αλλοδαπής ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης. Η ιδιότητα του υπαλλήλου ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης είναι ασυμβίβαστη µε την ιδιότητα του ασφαλιστικού πράκτορα ή του μεσίτη ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων. Οι ιδιότητες του ασφαλιστικού πράκτορα και του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων είναι ασυμβίβαστες µε την ιδιότητα του μεσίτη ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων. Οι ιδιότητες του ασφαλιστικού πράκτορα, του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων και του μεσίτη ασφαλίσεων και αντασφαλίσεων είναι ασυμβίβαστες µε την ιδιότητα του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή που ασκεί ως δευτερεύουσα δραστηριότητα την ασφαλιστική διαμεσολάβηση.
- Το άρθρο 20 σε συνδυασμό µε το Παράρτημα XIIΙ του νόμου, προβλέπει την υποχρέωση των αναφερομένων στην διάταξη προσώπων να κατέχουν επαρκείς γνώσεις και ικανότητες που απαιτούνται για την άσκηση της δραστηριότητας διανοµής (αντ)ασφαλιστικών προϊόντων, τόσο κατά την έναρξη αυτής (παράγραφος1), όσο και κατά τη διάρκεια του επαγγελµατικού βίου, προβλέποντας εκπαίδευση διάρκειας τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ωρών κατ’ έτος, είτε ως προϋπόθεση για τη διατήρηση της εγγραφής του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή στο ειδικό μητρώο σύμφωνα µε το άρθρο 23, είτε ως προϋπόθεση για τη συνέχιση της νόµιµης άσκησης της δραστηριότητας διανοµής από τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.
- Στα άρθρα 21,22 και 23 προβλέπονται τα αναγκαία δικαιολογητικά για την εγγραφή και την ανανέωσης της στο Ειδικό Μητρώο, μεταξύ των οποίων για πρώτη φορά απαιτείται ως απαραίτητο δικαιολογητικό και η βεβαίωση της αρμόδιας ΔΟΥ ότι το εγγεγραμμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν έχει δηλώσει σε αυτήν τη διακοπή της δραστηριότητας διανομής (αντ)ασφαλιστικών προϊόντων.
- Στα άρθρα 27-36 αποτυπώνονται οι γενικές αρχές δεοντολογικής συμπεριφοράς που διέπουν την άσκηση της δραστηριότητας διανομής (αντ)ασφαλιστικών προϊόντων και, σύμφωνα µε τις οποίες βασικός γνώµονας των ενεργειών των διανομέων είναι η βέλτιστη εξυπηρέτηση των συµφερόντων των πελατών τους. Ουσιαστικώς, προβλέπεται καθήκον εντιµότητας, αµεροληψίας και επαγγελµατισµού. Προβλέπεται ακόµη ότι οι διανοµείς ασφαλιστικών προϊόντων δεν αµείβονται ή δεν αµείβουν ή αξιολογούν την απόδοση των υπαλλήλων τους, κατά τέτοιο τρόπο που να έρχεται σε σύγκρουσή µε το καθήκον τους να ικανοποιούν καλύτερα το συµφέρον των πελατών τους. Ρυθµίζεται το ζήτηµα σύναψης συµφωνιών ή συνεργασιών που υπό οιαδήποτε µορφή (αµοιβής, στόχων πωλήσεων ή εν γένει οποιαδήποτε μορφή οικονοµικού οφέλους) θα αποτελούσαν κίνητρο για τον διανοµέα, ή τον υπάλληλό του να συστήσει ένα συγκεκριµένο ασφαλιστικό προϊόν σε πελάτη, ενώ ο διανοµέας θα µπορούσε να συστήσει προς τον πελάτη του άλλο ασφαλιστικό προϊόν, το οποίο θα ικανοποιούσε καλύτερα τις ανάγκες του
- Καινούργια και πρόσθετη των ελάχιστων ενωσιακών προβλέψεων, υποχρέωση δεοντολογίας υφίσταται στην παράγραφο 6, σύµφωνα µε την οποία οι υπάλληλοι των διανοµέων θα πρέπει να αναρτούν, σε εµφανές σηµείο του γραφείου τους, πινακίδα για την ενηµέρωση του πελάτη σχετικά µε το αν δύνανται να διαμεσολαβούν στη σύναψη ασφαλιστηρίων συµβολαίων και δη µε επενδυτικά χαρακτηριστικά!
- Στο άρθρο 28, στο πλαίσιο της προστασίας των καταναλωτών, αναφορικά με την προσυμβατική ενημέρωση, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής οφείλει να
γνωστοποιήσει πριν από την σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης προς τους πελάτες του, όχι µόνο στοιχεία σχετικά µε την ταυτότητά του και τη δραστηριοποίησή του, αλλά και το εάν παρέχει συμβουλές σχετικά µε τα πωλούμενα ασφαλιστικά προϊόντα, για τις διαδικασίες υποβολής αιτιάσεων των πελατών και για τους φορείς απόπειρας εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών. Αντίστοιχη υποχρέωση προβλέπεται στην παρ. 2 για τις ασφαλιστικες επιχειρήσεις κατά τη δραστηριότητα διανομής ασφαλιστικών προϊόντων.
- Σύμφωνα με τα άρθρα 29 και 30, προς αντιμετώπιση συγκρούσεων συμφερόντων, απαιτείται ενημέρωση του πελάτη για την περίπτωση συμμετοχής του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή σε ασφαλιστική επιχείρηση ή με τη συµµετοχή ασφαλιστικής επιχειρήσεως στον ασφαλιστικό διαμεσολαβητή. Ακόμη, οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές θα πρέπει να ενημερώνουν τον πελάτη αν η σύσταση της ασφαλιστικής συμβάσεως στηρίζεται σε αμερόληπτη και προσωπική ανάλυση, αν ο διαμεσολαβητής διανέμει προϊόντα μιας µόνο ασφαλιστικής συμβάσεως ή αν δραστηριοποιείται σε συνεργασία µε περισσότερες ασφαλιστικές επιχειρήσεις, παρέχοντας ειδικότερες σχετικές πληροφορίες ανά περίπτωση, µε στόχο τη βέλτιστη ενηµέρωση του πελάτη για τον τρόπο δραστηριοποίησης του διαμεσολαβητή. Ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής παρέχει ακόμη πληροφορίες προς τον πελάτη σε σχέση µε την φύση της αµοιβής που λαµβάνει, ώστε ο πελάτης να γνωρίζει ποιος ακριβώς καταβάλλει την αµοιβή του διαµεσολαβητή, και κυρίως αν καταβάλλεται από τον πελάτη ή αν ο διαµεσολαβητής εργάζεται βάσει προµήθειας, η οποία περιλαµβάνεται στο ασφάλιστρο, και τέλος αν ο διαµεσολαβητής λαµβάνει οποιασδήποτε φύσης ή είδους οικονοµικό όφελος σε σχέση µε την προτεινόµενη σύµβαση ασφάλισης και εάν παρέχεται το όφελος αυτό από πρόσωπο άλλον από τον πελάτη. Στο άρθρο 29 παράγραφος 2 προβλέπεται ότι, ο ασφαλιστικός διαµεσολαβητής παρέχει στον πελάτη πληροφορίες και µετά την σύναψη της ασφαλιστικής συµβάσεως, στην περίπτωση που ο πελάτης δυνάµει της ίδιας αυτής ασφαλιστικής συµβάσεως πραγµατοποιεί πληρωµές εκτός των τρεχόντων ασφαλίστρων και των προγραµµατισµένων πληρωµών, οπότε ο ασφαλιστικός διαµεσολαβητής θα πρέπει να του γνωστοποιεί σε σχέση µε αυτό το µέρος της συµβάσεως, καθεµιά από τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο αυτό. Περαιτέρω, στο άρθρο 29 παράγραφος 3 προβλέπεται ότι και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, κατά την δραστηριότητα διανοµής αυτών, οφείλουν να παρέχουν εγκαίρως και πριν από τη σύναψη της ασφαλιστικής σύµβασης πληροφορίες προς τους πελάτες τους, για την αµοιβή που λαµβάνουν οι υπάλληλοί τους σε σχέση µε την προτεινόµενη ασφαλιστική σύµβαση, ιδίως όταν το οικονοµικό όφελος είναι ξεχωριστό από το τρέχον ασφάλιστρο και τις προγραµµατισµένες πληρωµές ή και αν παρέχεται από άλλο πρόσωπο από τον πελάτη τους.
- Στο άρθρο 36 καθορίζεται το πεδίο εφαρμογής των πρόσθετων απαιτήσεων προσυμβατικής παροχής πληροφοριών και επαγγελματικής δεοντολογίας που εφαρμόζονται στη διανομή επενδυτικών προϊόντων βασιζομένων σε ασφάλιση.
- Στο άρθρο 37 παρ. 1, προβλέπεται η υποχρέωση των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ασκούν τη διανομή επενδυτικών προϊόντων βασιζόμενων σε ασφάλιση, να διατηρούν και να εφαρμόζουν ειδικές διαδικασίες που να ελαχιστοποιούν την επέλευση συγκρούσεων συμφερόντων, ενώ σε περίπτωση που υφίσταται αμφιβολία σχετικώς µε την επάρκεια των εν λόγω διαδικασιών, οφείλουν να προβούν σε γνωστοποίηση προς τον πελάτη ώστε αυτός να ενημερωθεί σχετικώς µε τη φύση ή την αιτία της συγκρούσεως συμφερόντων, και η γνωστοποίηση αυτή να γίνει εγκαίρως προ της συνάψεως της ασφαλιστικής σύμβασης. Δυνάμει τούτων, στο άρθρο 39 προβλέπεται, αφενός η υποχρέωση για την κατάλληλη ενημέρωση αναφορικά με το συνολικό κόστος της διανομής επενδυτικών προϊόντων βασιζόµενων σε ασφάλιση, αλλά και για κάθε συναφή επιβάρυνση, αφετέρου καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι ασφαλιστικοί διαµεσολαβητές ή οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να πληρώνουν ή να εισπράττουν οιαδήποτε αµοιβή ή προμήθεια και να παρέχουν ή να δέχονται οποιοδήποτε µη χρηµατικό όφελος σε σχέση µε τη διανοµή βασιζόµενου σε ασφάλιση επενδυτικού προϊόντος ή παρεπόµενης υπηρεσίας, προς ή από οποιονδήποτε πλην του πελάτη ή αντιπροσώπου αυτού. 11.Τέλος, αν, για οποιονδήποτε λόγο, λυθεί η σύµβαση µεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης και του ασφαλιστικού πράκτορα ή του συντονιστή ασφαλιστικών πρακτόρων, η ασφαλιστική επιχείρηση καταβάλλει στον ασφαλιστικό πράκτορα ή τον συντονιστή ποσό που ισούται µε την προµήθεια τριών (3) ετών που θα δικαιούτο, αν δεν είχε λυθεί η σύµβαση, και αναλογεί στην παραγωγή του, η οποία εξακολουθεί, για αυτό το διάστηµα, να παραµένει στην ασφαλιστική επιχείρηση.