Τη δραματική μείωση των μικτών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων στα ελληνικά νοικοκυριά από το 2007 έως σήμερα και την ταυτόχρονη μείωση για πρώτη φορά των χρηματοοικονομικών οικονομικών στοιχείων σε βιομηχανικές και αναπτυσσόμενες χώρες σε όλο τον κόσμο αποτυπώνει η δέκατη έκδοση της Έκθεσης Παγκόσμιου Πλούτου της Allianz.
Στην Ελλάδα το 2018 οι πολίτες έχασαν το 7,2% των μικτών χρηματοοικονομικών περιουσιακών τους στοιχείων, ενώ από το 2007 έως το 2018 τα μικτά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία στην Ελλάδα έχουν μειωθεί σχεδόν κατά 30%
Η έρευνα εξετάζει τα περιουσιακά στοιχεία και τα χρέη των νοικοκυριών σε περισσότερες από 50 χώρες.
Ακόμα και στην κορύφωση της χρηματοοικονομικής κρίσης το 2008, δεν είχε καταγραφεί ταυτόχρονα μείωση των περιουσιακών στοιχείων διεθνώς. Το 2018 οι αποταμιευτές βρέθηκαν σε δύσκολη θέση διεθνώς: Από τη μία πλευρά η κλιμάκωση των εμπορικών διαφορών μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, το ατελείωτο σίριαλ του Brexit και οι αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις και από την άλλη, οι όλο και πιο δυσμενείς νομισματικές συνθήκες και η ανακοίνωση της ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής. Οι χρηματιστηριακές αγορές αντέδρασαν ανάλογα: Οι τιμές των μετοχών μειώθηκαν παγκοσμίως κατά 12% το 2018. Αυτό είχε άμεσο αντίκτυπο στην αύξηση των περιουσιακών στοιχείων. Σε διεθνές επίπεδο, τα μικτά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των νοικοκυριών μειώθηκαν κατά 0,1% και παρέμειναν περίπου στα 172,5 τρισεκατομμύρια ευρώ.
Η σύγκλιση μεταξύ των φτωχότερων και των πλουσιότερων χωρών ανακόπτεται
Το 2018, τα μικτά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία στις αναδυόμενες αγορές όχι μόνο μειώθηκαν για πρώτη φορά, αλλά η μείωση κατά -0,4%, ήταν μεγαλύτερη από εκείνη στις βιομηχανικές χώρες (-0,1%). Η ισχνή ανάπτυξη της Κίνας, όπου τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία μειώθηκαν κατά 3,4% διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη. Ωστόσο, άλλες σημαντικές αναδυόμενες αγορές, όπως το Μεξικό και η Νότια Αφρική σημείωσαν και αυτές σημαντικές απώλειες το 2018.
Πρόκειται για μια σημαντική αναστροφή της τάσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Κατά τις δυο περασμένες δεκαετίες, η διαφορά στον ρυθμό ανάπτυξης μεταξύ των φτωχότερων και των πλουσιότερων περιοχών του κόσμου παραμένει σταθερά στις 11,2 μονάδες κατά μέσο όρο. Φαίνεται, ότι οι εμπορικές διαμάχες προκάλεσαν μια ξαφνική διακοπή στη διαδικασία σύγκλισης μεταξύ των φτωχότερων και των πλουσιότερων χωρών. Ούτε όμως οι βιομηχανικές χώρες ωφελήθηκαν. Τόσο η Ιαπωνία (-1,2%), όσο και η Δυτική Ευρώπη (-0,2%) και η Βόρεια Αμερική (-0,3%) αντιμετώπισαν αρνητικούς ρυθμούς αύξησης των του χρηματοοικονομικού πλούτου.
Η αύξηση των οφειλών σταθεροποιήθηκε σε υψηλά επίπεδα
Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οφειλές των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 5,7% το 2018, ποσοστό οριακά χαμηλότερο από το 6% του περασμένου έτους, αλλά επίσης κατά πολύ μεγαλύτερο από τη μακροπρόθεσμη μέση ετήσια αύξηση του 3,6%. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ, διεθνώς, ωστόσο, παρέμεινε σταθερός στο 65,1%, χάρη στην ακόμη ισχυρή οικονομική ανάπτυξη. Οι περισσότερες περιοχές κατέγραψαν μια παρόμοια αύξηση ως προς αυτό. Η Ασία (εξαιρουμένης της Ιαπωνίας) αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. Μόνο τα τρία τελευταία χρόνια, ο λόγος του χρέους εκτινάχθηκε κατά περίπου δέκα ποσοστιαίες μονάδες, εξαιτίας κυρίως της Κίνας (+15 ποσοστιαίες μονάδες).
Εξαιτίας της σημαντικής ανάπτυξης του χρέους, τα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή η διαφορά μεταξύ των μικτών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και του χρέους, μειώθηκε κατά 1,9% στα 129,8 τρισεκατομμύρια ευρώ στο τέλος του 2018. Οι αναπτυσσόμενες χώρες, ειδικά, υπέστησαν μια δραστική μείωση, καθώς τα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία συρρικνώθηκαν κατά 5,7% (στις βιομηχανικές χώρες: -1,1%).
Ελλάδα: Τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία μειώνονται κατά 7,2%
Τα μικτά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία των ελληνικών νοικοκυριών μειώθηκαν κατά 7,2% το 2018, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη μείωση από το 2011. Στη Δυτική Ευρώπη, μόνο τα ιταλικά νοικοκυριά υπέστησαν αντίστοιχη μείωση το περασμένο έτος (-4,8%). Σε σύγκριση με τα υψηλότερα προ-κρίσης επίπεδα του 2007, τα μικτά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία στην Ελλάδα έχουν μειωθεί σχεδόν κατά 30%. Στην Ιταλία, εξακολουθούν να βρίσκονται 1% κάτω από την ανώτατη τιμή τους, αλλά όλες οι άλλες Ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη ανακτήσει τις απώλειες που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια της χρηματοοικονομικής κρίσης και της κρίσης του ευρώ.
Αυτή η μείωση πυροδοτήθηκε από μια σημαντική πτώση στα χρεόγραφα, κυρίως τις μετοχές και τα επενδυτικά funds, κατά 18% (ύστερα από μια αύξηση κατά 30,5% το προηγούμενο έτος). Παρότι τα ελληνικά νοικοκυριά δεν ήταν τα μόνα που αντιμετώπιζαν πλήγμα στα χαρτοφυλάκιά τους, ξεχωρίζουν ιδιαίτερα για έναν άλλο λόγο: δεν αποταμιεύουν, αλλά αντίθετα πωλούν τις κινητές αξίες που κατέχουν (όπως και πολλοί άλλοι Ευρωπαίοι) και αποσύρουν χρήματα από τις τραπεζικές τους καταθέσεις και αποταμιεύσεις, για ένατη συνεχή χρονιά, με αποτέλεσμα οι τραπεζικές καταθέσεις να μειωθούν κατά 2,1% το 2018. Αυτή η αποταμιευτική συμπεριφορά αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο της βαθιάς οικονομικής κρίσης την οποία βίωσε η Ελλάδα και από της οποίας τις συνέπειες εξακολουθεί να ταλανίζεται. Τα μόνα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία που αυξήθηκαν ήταν οι ασφάλειες και οι συντάξεις, με μια άνοδο της τάξης του 4,1%. Όμως, αυτή η κατηγορία των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων αποτελεί λιγότερο από το 5% όλων των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, ενώ οι τραπεζικές καταθέσεις αποτελούν το 65%.
Οι οφειλές μειώθηκαν κατά 4% για όγδοη συνεχή χρονιά, οδηγώντας στην μείωση του ιδιωτικού χρέους κατά 30,4% από το 2010. Ο λόγος του χρέους των νοικοκυριών, συνεχίζει να μειώνεται, φτάνοντας στο 58,1% στο τέλος του 2018, ποσοστό χαμηλότερο κατά 18 ποσοστιαίες μονάδες από την ανώτατη τιμή του 2010, αλλά και κατά 16 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο της Δυτικής Ευρώπης.
Οι Ασιατικές και Σκανδιναβικές χώρες αναπτύσσονται, οι χώρες του ευρώ ακολουθούν φθίνουσα πορεία
Τα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 9,6% το 2018. Με κατά κεφαλήν χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία 13.090 ευρώ, η Ελλάδα έπεσε τέσσερις θέσεις, στην 31η, της κατάταξης των πλουσιότερων χωρών. Στην κορυφή, οι ΗΠΑ αντικατέστησαν πάλι την Ελβετία, κυρίως λόγω του ισχυρού δολαρίου. Το 2000, η Ελλάδα βρισκόταν στην 21η θέση. Επομένως, ανήκει στην ομάδα των «χαμένων» – μαζί με κάποιες άλλες χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Ιταλία (-10 θέσεις), η Γαλλία (-5 θέσεις) και το Βέλγιο (-4 θέσεις), οι οποίες έπεσαν αρκετά από το 2000. Από την άλλη πλευρά, στους νικητές περιλαμβάνονται η Σιγκαπούρη (+13 θέσεις) και η Ταϊβάν (+10 θέσεις), καθώς επίσης και η Σουηδία (+6 θέσεις), η Αυστραλία (+5 θέσεις) και η Νότια Κορέα (+5 θέσεις).
Ευδιάκριτες οι πληγές της κρίσης
Αναλύοντας τις μετακινήσεις πληθυσμών ανάμεσα στις τάξεις πλούτου, οι πληγές της χρηματοοικονομικής και νομισματικής κρίσης του ευρώ είναι, και πάλι, ευδιάκριτες. Ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες – που βρίσκονται κυρίως στην Ασία – έχουν σημειώσει δύο δεκαετίες κοινωνικής ανάπτυξης, η αντίστοιχη εικόνα για τους Δυτικούς Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς είναι λίγο πιο ζοφερή. Πράγματι, μόνο σε αυτές τις δύο περιοχές, οι τάξεις με τον χαμηλότερο οικονομικό πλούτο αυξήθηκαν από το 2000 κατά 4% του πληθυσμού στη Δυτική Ευρώπη, ενώ η τάξη με τον μεγαλύτερο πλούτο μειώθηκε κατά 6% και 9% για τον πληθυσμό της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, αντίστοιχα, εάν προσαρμοστούν στην αύξηση του πληθυσμού. Στην Ελλάδα, ο αριθμός των ανθρώπων που ανήκουν στην κατώτερη τάξη χρηματοοικονομικού πλούτου αυξήθηκε κατά περισσότερο από 3 εκατομμύρια ανθρώπους και αυτοί που ανήκουν στην ανώτερη τάξη μειώθηκαν κατά 2 εκατομμύρια.
Αποφεύγοντας τις γενικεύσεις
Ο νέος δείκτης Allianz Wealth Equity Indicator (AWEI) δίνει μια πιο ακριβή εικόνα της διανομής του εθνικού πλούτου, υπό ένα συγκριτικό πρίσμα. Σε κάποιες περιπτώσεις, τεκμηριώνει την γενική αντίληψη, λαμβάνοντας υπόψη τις δύο αντίθετες περιπτώσεις των ΗΠΑ – που δείχνουν μια πολύ ασύμμετρη κατανομή του πλούτου – και της Ιαπωνίας, η οποία ανήκει στις περισσότερο ίσες κοινωνίες. Σε άλλες περιπτώσεις ο δείκτης AWEI δίνει κάποια ιδιαίτερα αναπάντεχα στοιχεία. Οι Σκανδιναβικές χώρες, σε αντίθεση με τη φήμη τους, έχουν μια ιδιαίτερα άνιση κατανομή του πλούτου (πιθανή ερμηνεία: υπάρχουν υψηλά στεγαστικά δάνεια). Από την άλλη πλευρά, η Ισπανία αλλά και η Ιταλία, παρά τις πρόσφατες κρίσεις που πέρασαν, εξακολουθούν να βρίσκονται ανάμεσα στις χώρες με την πιο ίση κατανομή πλούτου. Η Ελλάδα ανήκει, επίσης, σε αυτή την ομάδα χωρών. Ο δείκτης φανερώνει, επίσης, ότι η κατανομή του πλούτου στην Κίνα γίνεται ολοένα και χειρότερη. Η περίοδος της καλπάζουσας ανάπτυξης έχει πλέον περάσει ανεπιστρεπτί. Το κοινωνικό ζήτημα της κατανομής του πλούτου γίνεται όλο και πιο επιτακτικό και στην Κίνα.