H συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων συνεχίζει να παραβλέπει και να υποτιμά τις ενδεχόμενες συνέπειες των αναδυομένων κινδύνων στις δραστηριότητές τους, παρά τη γενικότερη συναίνεση των μεγάλων και μεσαίου μεγέθους οργανισμών σχετικά με την αυξανόμενη απειλή που προκύπτει από μια σειρά τέτοιων κινδύνων.
Αυτό αναφέρει η έκθεση Risk Resilience Report που δημοσιεύθηκε στις 19 Μαΐου 2021 από την Marsh.
Βασισμένη σε μία παγκόσμια έρευνα με τη συμμετοχή 1.000 οργανισμών, η έκθεση υπογραμμίζει έντονες διαφοροποιήσεις στον τρόπο αντίληψης και αντίδρασης σε απειλές που προκαλούνται από πανδημίες, κυβερνο-επιθέσεις, νέες τεχνολογίες, τη κλιματική αλλαγή, ζητήματα περιβαλλοντικής, κοινωνικής και εταιρικής διακυβέρνησης, καθώς και από γεωπολιτικούς κινδύνους.
Ενώ το 75% των συμμετεχόντων στην έρευνα πιστεύει ότι οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου και τοποθέτησης κινδύνων στην ασφαλιστική αγορά ευθυγραμμίζονται με τις μακροπρόθεσμες στρατηγικές ανάπτυξης, μόνο το 25% εφαρμόζει μία επίσημη διαδικασία αξιολόγησης και προσομοίωσης του αντίκτυπου των σχετικών κινδύνων στην επιχείρησή τους. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι οι ερωτηθέντες αναγνωρίζουν τους έξι βασικούς νέους κινδύνους, ως μακροπρόθεσμες, ολοένα πιο κρίσιμες, απειλές για την επιτυχία τους.
Τα αποτελέσματα της έρευνας καταδεικνύουν ένα σημαντικό κενό αντίληψης, με τα συστήματα διαχείρισης κινδύνου των επιχειρήσεων να δίνουν προτεραιότητα σε βραχυπρόθεσμους κινδύνους, έναντι αυτών που είναι υψηλότερης σοβαρότητας αλλά μικρότερης συχνότητας. Η έρευνα καταλήγει με τη διαπίστωση, ότι η συγκεκριμένη αντιμετώπιση αφήνει τις επιχειρήσεις δυνητικά ευάλωτες σε άμεσες και μακροπρόθεσμες διαταραχές στην ομαλή λειτουργία τους, στα περιουσιακά στοιχεία και τις ροές εσόδων τους.
Καθώς νέες προκλήσεις εξακολουθούν να προκύπτουν και το τοπίο κινδύνου γίνεται όλο και πιο περίπλοκο, η Έκθεση προσδιορίζει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των επιχειρήσεων που παρουσιάζονται πιο ανθεκτικές στον κίνδυνο. Στην Έκθεση επισημαίνεται ότι ένας ανθεκτικός στον κίνδυνο οργανισμός είναι σε θέση να προβλέψει τον κίνδυνο, να ελαχιστοποιήσει τις απώλειες και γρήγορα να ανακάμψει μετά από ένα «ασυνήθιστο» γεγονός, κερδίζοντας ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των λιγότερο προετοιμασμένων ομοειδών οργανισμών, μέσα από ευκαιρίες ανάπτυξης που θα αξιοποιήσει ακόμη και σε περιόδους λειτουργικής ή οικονομικής πίεσης.
“Η κρίση της πανδημίας Covid-19, η προσωρινή φραγή της διώρυγας του Σουέζ, οι σημαντικές επιθέσεις στον κυβερνοχώρο και άλλα πρόσφατα περιστατικά έχουν εκθέσει τις αδυναμίες των παγκόσμιων συστημάτων και τη σοβαρή έλλειψη ετοιμότητας των οργανισμών, σε ότι αφορά στη διαχείριση μεγάλων κρίσεων”, δήλωσε ο John Doyle, πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Marsh. “Όπως τονίζεται στην Έκθεσή μας, μία αποτελεσματική στρατηγική οικοδόμησης πιο ανθεκτικών επιχειρήσεων, όχι μόνο θα διευκολύνει την ταχύτερη ανάκαμψη, αλλά προοδευτικά θα αποτελέσει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
“Τα αποτελέσματα της Έρευνάς δείχνουν ότι θα πρέπει να γίνουν πολλά περισσότερα, στο θέμα πρόβλεψης και προσομοίωσης των κινδύνων όπως εξελίσσονται”, πρόσθεσε ο κ. Doyle. “Η πορεία προς την ανθεκτικότητα επιβάλλεται να είναι η βασική προτεραιότητα των οργανισμών”.
Σύμφωνα με το Marsh Risk Resilience Diagnostic (διαγνωστικό έλεγχο ανθεκτικότητας), για την πορεία προς την «ανθεκτικότητα» απαιτούνται τέσσερα απλά βήματα και τακτικές: πρόβλεψη σημαντικών περιπτώσεων κινδύνου, σύνδεση της διαχείρισης κινδύνου με την επιχειρηματική στρατηγική, αποφυγή κενών στην αντίληψη περί ετοιμότητας και αξιολόγηση των δεδομένων. Όλα αυτά τα βήματα μαζί, μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο διαχείρισης κινδύνου και να στηρίξουν τους οργανισμούς στο να γίνουν πιο ανθεκτικοί, σημειώνεται στην Έκθεση της Marsh.