O Άρειος Πάγος έχει ασχοληθεί επανειλημμένα με την ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 7 του Ν. 489/1976, με την οποία εξαιρούνται από την υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης ορισμένες κατηγορίες προσώπων, επειδή αυτά δεν θεωρούνται τρίτοι κατά τη διατύπωση του Νόμου ώστε να λειτουργήσει υπέρ αυτών η ασφαλιστική κάλυψη που προβλέπεται για τους τρίτους στα άρθρα 2 παρ. 1 εδαφ. α΄ και 6 παρ. 1 και 2 εδαφ. α΄ αυτού του Νόμου.
Τα πρόσωπα αυτά είναι ο οδηγός του αυτοκινήτου που προξένησε τη ζημιά, κάθε πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτεται με τη σύμβαση ασφάλισης, εκείνος που έχει καταρτίσει με τον ασφαλιστή την ασφαλιστική σύμβαση και οι νόμιμοι εκπρόσωποι νομικού προσώπου που είναι ασφαλισμένο ή εταιρίας που δεν έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα.
Σε όλες τις πάρα κάτω αναφερόμενες περιπτώσεις κατά τις οποίες κλήθηκε ο Άρειος Πάγος να αντιμετωπίσει αγωγές των συγγενών των θανόντων-επιβατών του ζημιογόνου αυτοκινήτου κατά του ασφαλιστή του εν λόγω οχήματος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, οι οποίοι θανόντες ή ενάγοντες έφεραν τις πάρα πάνω ιδιότητες, η κρίση του δικαστηρίου ήταν απορριπτική και στηριζόταν στην ερμηνεία της πάρα πάνω διάταξης. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις ακόλουθες αποφάσεις:
1) Την υπ’αριθ. 1659/2007 απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε αγωγή της μητέρας του θανόντος γιου της, με την αιτιολογία ότι αυτός ήταν ο αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΕ στην οποία ανήκε το αυτοκίνητο που η εταιρία αυτή είχε ασφαλίσει και παράλληλα ήταν και ο νόμιμος εκπρόσωπός της. (Το Εφετείο Κρήτης με την υπ’αριθ. 470/2006 απόφασή του είχε δεχθεί την αγωγή).
2) Την απόφαση 1395/2007 απόφαση, με την οποία επίσης απορρίφθηκε η αγωγή των συγγενών του θανατωθέντος Δημάρχου μιας επαρχιακής πόλης της βόρειας Ελλάδας ο οποίος επέβαινε σε αυτοκίνητο της κυριότητας του Δήμου, διότι έκρινε ότι ο θανών, σύμφωνα με τις διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου του Δήμου. (Και στην περίπτωση αυτή το Εφετείο Θεσσαλονίκης είχε δεχθεί την αγωγή ως βάσιμη).
3) Την 1788/2011 απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι ο θανατωθείς επιβάτης ήταν ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου στο οποίο επέβαινε και παράλληλα είχε και την ιδιότητα του ασφαλισμένου και για το λόγο αυτό θεωρήθηκε νομικά αβάσιμη η αγωγή. 4) Από τη νεώτερη νομολογία αναφέρουμε τις εξής αποφάσεις α) την υπ’αριθ. 1144/2014 απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε προσεπίκληση του ασφαλιστή η οποία ασκήθηκε από τον εναγόμενο οδηγό του ζημιογόνου αυτοκινήτου για τη θανάτωση της θυγατέρας των εναγόντων η οποία επέβαινε στο αυτοκίνητο, διότι οι ενάγοντες ήσαν ιδιοκτήτες του αυτοκινήτου και αντισυμβαλλόμενοι στη σύμβαση ασφάλισης. β) Την υπ’αριθ. 583/2014 απόφαση, η οποία έκρινε ότι η ενάγουσα, ως ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου, δεν είναι τρίτη και επομένως δεν νομιμοποιείται να στραφεί κατά του ασφαλιστή για τον θάνατο του συζύγου της ο οποίος επέβαινε στο ζημιογόνο αυτοκίνητο.
(Αναλυτική παρουσίαση αυτών των αποφάσεων με παραπομπές στα νομικά περιοδικά που έχουν δημοσιευθεί, βλέπετε σε αντίστοιχες μελέτες μας σε ΕπιθΣυγκΔικ 2012 σελ. 277-278, 293 και ΕπιθΣυγκΔικ 2015 σελ. 148-149).
Σε όλες τις πάρα πάνω περιπτώσεις υπάρχει παραβίαση του ενωσιακού (πρώην κοινοτικού) δικαίου αλλά και της νομολογίας του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ πρώην ΔΕΚ) από τα θεσμικά όργανα της χώρας μας,δηλαδή τόσο από το νομοθέτη όσο και από τον δικαστή, όπως προκύπτει από την ανάλυση που ακολουθεί. Η παραβίαση αυτή θεμελιώνει την εξωσυμβατική ευθύνη του Δημοσίου και την αντίστοιχη υποχρέωσή του να αποζημιώσει τα πρόσωπα εκείνα τα οποία υπέστησαν ζημία από αυτή την αιτία.
Πηγή: Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου