Μέσα στο καλοκαίρι του 2019 ανακοινώθηκαν τα “rankings” (κατατάξεις) των πανεπιστημίων διεθνώς. Τι αφορούν αυτές τα rankings, γιατί γίνονται, από ποιους γίνονται, γιατί όλα τα πανεπιστήμια προσδοκούν να είναι σε αυτές τις λίστες κατάταξης, και εν τέλει ποιοι είναι οι παράγοντες που προσδιορίζουν ένα πανεπιστήμιο ως παγκόσμιας εμβέλειας, είναι μερικά από τα ερωτήματα στα οποία θα δώσει απάντηση αυτό το άρθρο.
Των Δρ. Λία Κρασαδάκη, Καθηγητή Κωνσταντίνου Ζοπουνίδη, Καθηγητή Ευάγγελο Γρηγορούδη & Καθηγητή Μιχάλη Δούμπο
Οι παράγοντες για Παγκόσμιας εμβέλειας ΑΕΙ
Ξεκινώντας από το τελευταίο ερώτημα, το άρθρο βασίζεται στην εμπειρία του Jamil Salmi, επί χρόνια υπεύθυνου του τομέα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης στην Παγκόσμια Τράπεζα, ο οποίος στο βιβλίο του με τίτλο ‘Οι προκλήσεις ίδρυσης ενός πανεπιστημίου παγκόσμιας εμβέλειας’ εστιάζει σε τρεις επεξηγηματικούς παράγοντες, οι οποίοι συνδυαζόμενοι χαρακτηρίζουν ένα πανεπιστήμιο ως το ‘καλύτερο μεταξύ των καλύτερων’. Ο πρώτος παράγοντας αφορά την ύπαρξη ταλαντούχων καθηγητών και ερευνητών καθώς και ταλαντούχων φοιτητών. Ουσιαστικά, αυτό παραπέμπει στην προσέλκυση των αρίστων, ανεξαρτήτως χώρας καταγωγής. Ενδεικτικά, το Χάρβαρντ διαθέτει ένα 19% φοιτητών από ξένες χώρες, στο Κολούμπια το 23% των φοιτητών προέρχεται από χώρες εκτός ΗΠΑ, στο Κέμπριτζ το 18% είναι φοιτητές εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, κλπ. Ο δεύτερος παράγοντας σχετίζεται με το μέγεθος του προϋπολογισμού κάθε πανεπιστημίου, που αυτό συναρτάται με τα έσοδα από διάφορες πηγές, όπως η ενίσχυση από την πολιτεία, τα έσοδα της έρευνας, οι δωρεές, τα κληροδοτήματα και τα δίδακτρα. Τα κορυφαία αμερικανικά πανεπιστήμια στηρίζουν μεγάλο τμήμα της οικονομικής ευρωστίας τους στις σημαντικές δωρεές που λαμβάνουν και στη γενναία κρατική χρηματοδότηση της έρευνας. Δηλαδή, το μέσο ποσό δωρεών ανά φοιτητή στις ΗΠΑ ανέρχεται στις 40 χιλ. δολάρια όταν στον Καναδά το αντίστοιχο ποσό κυμαίνεται στα χίλια δολάρια ανά φοιτητή, αν δε εξεταστεί τι ισχύει στην Ελλάδα τα αποτελέσματα θα είναι απογοητευτικά όπως χαμηλά είναι και τα αντίστοιχα ποσά στα Ευρωπαϊκά ιδρύματα. Ενδεικτικό παράδειγμα εξωστρέφειας που έφερε σημαντικά έσοδα και ενίσχυσε την ποιότητα της εκπαίδευσης και της έρευνας ανέλαβε το πανεπιστήμιο της Σιγκαπούρης που μέσω ανοικτής πρόσκλησης-χρηματοδότησης κατάφερε να αποκτήσει συνολικά μια περιουσία που εκτιμάται στα 774 εκατ. δολάρια. Ο τρίτος παράγοντας αφορά το συνδυασμό ελευθερίας, αυτονομίας και ηγεσίας σε ένα ίδρυμα. Η ελευθερία συνδυάζεται με την ευελιξία και την απάλειψη της γραφειοκρατίας στην έρευνα, όπου σε αυτή την περίπτωση οι πόροι των Ιδρυμάτων διατίθενται αποτελεσματικά και γρήγορα για την αντιμετώπιση των σύγχρονων ζητημάτων της παγκόσμιας κοινωνίας και των αναγκών της. Αντίστοιχα, η ηγεσία περιγράφει μια προσεκτική διοίκηση με όραμα και υψηλούς στόχους.
Η ερώτηση που τίθεται είναι, τι μπορούν να κάνουν οι χώρες που δεν έχουν υψηλούς προϋπολογισμούς και πόρους να διαθέσουν στην Γ’ βάθμια εκπαίδευση; Σε αυτή την περίπτωση, όπως και στη χώρα μας αλλά και σε δεκάδες άλλες, φαίνεται ότι τα μικρού μεγέθους ιδρύματα που διαθέτουν σταθερή χρηματοδότηση και φωτισμένη ηγεσία είναι η καλύτερη ‘συνταγή΄, όπως δηλαδή ξεκίνησαν και στη συνέχεια εξελίχθηκαν αρκετά από τα φημισμένα σήμερα πανεπιστήμια. Δηλαδή, ιδρύματα που ακολουθούν ένα μοντέλο χαμηλού κόστους, αλλά ταυτόχρονα υψηλής αποδοτικότητας.
Ενδεικτική συγκριτική επισκόπηση κατατάξεων
Τι αφορούν οι κατατάξεις των πανεπιστημίων, γιατί γίνονται; Είναι αξιοσημείωτο να αναφερθεί ότι πολλά ιδρύματα αυτοπροσδιορίζονται ως ‘σπουδαία’, ενώ στην εποχή της διεθνούς τάσης σύγκρισης και ανταγωνισμού ‘όλων με όλα’ ανάλογες ενέργειες ελάχιστα ωφελούν. Γεγονός είναι ότι οι συγκρίσεις βασίζονται πάντα σε μια μέθοδο και κάποια κριτήρια, όπως επίσης και στην άποψη των συμμετεχόντων στη διαδικασία σύγκρισης, αν εμπλέκεται ο ανθρώπινος παράγοντας, όπου το μόνο σίγουρο είναι ότι υπάρχουν και άλλα μοντέλα που θα έδιναν διαφορετικά αποτελέσματα και σίγουρα θα υπήρχαν διαδικασίες που θα μπορούσαν να μειώσουν ή να εξαλείψουν τη μεροληψία και τον υποκειμενισμό. Ωστόσο, ακόμα και σε απλές συγκρίσεις της καθημερινής ζωής (πχ. αυτοκινήτων), αυτές τις συμβουλευόμαστε ενδεικτικά, γνωρίζοντας δηλαδή ότι μπορεί να μην αποτυπώνουν πάντα την ‘αντικειμενική-μοναδική’ αλήθεια. Σε αυτό το πλαίσιο, όπως φαίνεται παρακάτω, θα πρέπει να διαβάζονται οι κατατάξεις των διεθνών φορέων και επιστημονικών ομάδων που ασχολούνται με τις συγκρίσεις των πανεπιστημίων διεθνώς. Οι μέθοδοι που εφαρμόζουν, τα κριτήρια που χρησιμοποιούν και η ‘αντικειμενικότητα ή μεροληψία’ που εμπεριέχουν τα μοντέλα τους έχουν ως αποτέλεσμα τη διακύμανση των κατατάξεων, με εξαίρεση τις πρώτες θέσεις κατάταξης. Ενδεικτικά, αναφέρονται μερικά παραδείγματα Ελληνικών ιδρυμάτων για το 2019, όπου αποτυπώνεται η διακύμανση της κατάταξής τους ανάλογα με τη μέθοδο που εφαρμόζεται κάθε φορά. Στη λίστα Webometrics περιλαμβάνονται 12.000 πανεπιστήμια από τα 28.000 για τα οποία συγκεντρώθηκαν στοιχεία. Το συγκεκριμένο ranking βασίζεται στηv παρουσία και δημοτικότητα ενός πανεπιστημίου στο διαδίκτυο, στην απήχηση του ερευνητικού του έργου μέσω των ετεροαναφορών των δημοσιεύσεων καθηγητών και ερευνητών και στο ποσοστό των δημοσιεύσεων που βρίσκονται στο 10% των πιο ΄διαβασμένων’ παγκοσμίως. Τα αποτελέσματα θεωρούνται επαληθεύσιμα. Στη λίστα αυτή φιγουράρουν τα Ελληνικά πανεπιστήμια ως εξής: το ΕΚΠΑ στην υψηλότερη 219η θέση (μεταξύ των 250 καλύτερων διεθνώς), το ΑΠΘ στην 293η θέση, το ΕΜΠ στην 382η θέση, το Πανεπ. Κρήτης στην 671η θέση, το ΟΠΑ στην 1218η θέση, κλπ. Σε άλλη λίστα κατάταξης, όπως είναι η World University Rankings της QS συνυπολογίζεται η ερευνητική δραστηριότητα των καθηγητών και ερευνητών, ο διεθνής χαρακτήρας του ιδρύματος και η φήμη του στην αγορά. Αξιολογήθηκαν πάνω από 80 χιλιάδες πανεπιστήμια. Το ΑΠΘ βρίσκεται μεταξύ 561η – 570η θέση, το ΕΚΠΑ μεταξύ 651η – 700η θέση, το Πανεπ. Κρήτης μεταξύ 751η – 800η θέση, κλπ. Ωστόσο, η φήμη των ιδρυμάτων στην αγορά όσο και στον ακαδημαϊκό χώρο εκτιμήθηκαν μέσω ερωτηματολογίων που απεστάλησαν σε 42 χιλιάδες δ/ντες και στελέχη επιχειρήσεων/οργανισμών καθώς και σε 83 χιλιάδες πανεπιστημιακούς, αντίστοιχα. Αυτό, υποδεικνύει ότι η προσωπική άποψη συνδιαμόρφωσε την τελική κατάταξη των ιδρυμάτων. Σε άλλη κατάταξη του US News για τα καλύτερα πανεπιστήμια παγκοσμίως από τα 1250 καλύτερα ιδρύματα από 75 χώρες, με γνώμονα την ερευνητική τους επίδοση, αναδείχθηκαν 12 Ελληνικά και Κυπριακά. Το ΕΚΠΑ στην 279η θέση, το ΑΠΘ στην 347η θέση, το ΕΜΠ στην 414η θέση, το Παν. Κρήτης στην 452η θέση, κλπ. Τέλος, στην κατάταξη του Times Higher Education-ΤΗΕ μόνο 1400 πανεπιστήμια από τα 22 χιλιάδες περιλαμβάνονται στους πίνακες κατάταξης που ανακοίνωσε. Το ranking αυτό βασίζεται σε μια σειρά δεικτών για την έρευνα, την εκπαίδευση, την αναλογία φοιτητών-διδασκόντων, την προσέλκυση χρηματοδότησης, κλπ. Στην υψηλότερη θέση κατατάχτηκε το Παν. Κρήτης στη σειρά 351-400, στη συνέχεια το ΕΚΠΑ στη 501-600, το ΑΠΘ & το ΕΜΠ στη 601-800 θέση, αντίστοιχα.
Κοινό γνώρισμα των παραπάνω rankings είναι η σχεδόν όμοια κατάταξη των πρώτων 5 έως πρώτων 20 πανεπιστημίων ενώ στις υπόλοιπες θέσεις κατάταξης οι διαφορές είναι εμφανείς μεταξύ των διαφόρων λιστών. Γεγονός πάντως είναι ότι στις πρώτες 20 θέσεις συνήθως εμφανίζονται τα γνωστά πανεπιστήμια των ΗΠΑ (Χάρβαρντ, ΜΙΤ, Στάνφορντ, Κολούμπια, Ινστιτούτο Τεχνολογίας Καλιφόρνιας, κλπ.) καθώς επίσης από την Ευρώπη τα πανεπιστήμια του Καίμπριτζ και της Οξφόρδης, το Imperial College του Λονδίνου και το ΕΤΗ της Ζυρίχης, τα οποία για πολλούς λόγους αποτελούν τους γολιάθ της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης παγκοσμίως. Όπως το ηχόχρωμα των μουσικών οργάνων εξαρτάται από το υλικό κατασκευής τους, τον τρόπο που παίζονται και τον τρόπο που παράγεται ο ήχος, έτσι και οι κατατάξεις αποδίδουν διαφορετικό αποτέλεσμα ανάλογα με τη μέθοδο, τα κριτήρια, τους δείκτες, κλπ. που χρησιμοποιούνται κάθε φορά. Επομένως, μια λύση θα ήταν η επιλογή της καταλληλότερης μεθοδολογικά κατάταξης και η σταθερή παρακολούθησή της από έτος σε έτος.
Συμπερασματικά
Οι κατατάξεις των πανεπιστημίων είναι ενδιαφέρουσες γιατί συμβάλουν στη φήμη των ιδρυμάτων στα πλαίσια του (διεθνούς ή μη) ανταγωνισμού προσέλκυσης φοιτητών και πανεπιστημιακών, στην προσέλκυση πόρων και ερευνητικών έργων, στην αναζήτηση νέων συνεργασιών, στην επαγγελματική σταδιοδρομία των αποφοίτων και στη διεθνή τους κινητικότητα, κλπ, αποτελούν όμως μια εύθραυστη πληροφορία που θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με σύνεση και κυρίως με σοφία για το τι ίδρυμα θέλει η κάθε διοίκηση στο πλαίσιο που λειτουργεί, με γνώμονα τις θεσμικές ελευθερίες ή δεσμεύσεις, το μοντέλο ανάπτυξης που υπηρετεί, τους γλωσσικούς φραγμούς, τις διαθέσιμες πηγές χρηματοδότησης, την υλικοτεχνική υποδομή και τον γενικότερο εκπαιδευτικό σχεδιασμό.
Η αλήθεια είναι πως «καμία χώρα δεν αντέχει χωρίς ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα παγκόσμιας εμβέλειας, αλλά το πρόβλημα είναι ότι κανείς δεν γνωρίζει τον τρόπο για να το αποκτήσει», όπως γράφει ο Philip Altbach στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό International Higher Education.