Για εξαγορά στο ασφαλιστικό κλάδο και μάλιστα «ηχηρή» ετοιμάζεται η δεύτερη μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρεία στις ΗΠΑ, Anthem, αν κρίνει κανείς από τα όσα μεταδίδουν ξένα μέσα, επικαλούμενα δηλώσεις του οικονομικού της διευθυντή Wayne DeVeydt.
Στο περιθώριο του παγκοσμίου συνεδρίου της UBS για τον κλάδο της Υγείας στη Νέα Υόρκη, ο DeVeydt τόνισε ότι η τρέχουσα συγκυρία είναι – κυρίως λόγω των χαμηλών επιτοκίων αλλά και άλλων παραγόντων – κατάλληλη για εξαγορές, δίνοντας τροφή στις φήμες για επικείμενο μεγάλο deal στον κλάδο.
Στα σενάρια πρωταγωνιστούν οι Anthem και Aetna στο ρόλο των “αρπακτικών” και μικρότερες εταιρείες όπως οι Humana και Cigna στο ρόλο των “θηραμάτων”. Αν τελικά επιβεβαιωθούν οι φήμες θα έχουμε να κάνουμε με deal πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Το φθηνό χρέος δημιουργεί ευκαιρίες για εταιρείες που θέλουν να αναπτυχθούν μέσω εξαγορών, σημείωσε ο DeVeydt. «Μου αρέσουν πολύ οι τιμές που υπάρχουν και έχουμε την ικανότητα να κάνουμε μία σημαντική σε μέγεθος συναλλαγή σε μετρητά – και θα ήταν μετασχηματική», πρόσθεσε.
Τα σχόλια του DeVeydt έρχονται να προστεθούν στην έντονη φημολογία που έχει αναπτυχθεί το τελευταίο διάστημα αναφορικά με πιθανό μεγάλο deal στον ασφαλιστικό κλάδο που θα οδηγήσει σε συρρίκνωση τον αριθμό των μεγάλων αμερικανικών εταιρειών από 5 σε 4.
Εδώ και χρόνια αναλυτές εκτιμούν ότι η Anthem και η τρίτη μεγαλύτερη ασφαλιστική στις ΗΠΑ, Aetna, είναι οι πιο πιθανοί «κυνηγοί» μικρότερων ανταγωνιστών, όπως η Humana και η Cigna.
Την περασμένη εβδομάδα η Leerick Research αναθέρμανε τη φημολογία μέσω έκθεσης στην οποία ανέφερε ότι μετά από συνάντηση με τη διοίκηση της Aetna προέκυψε πως είναι πιθανή η συμφωνία της Aetna με μία μικρότερη ασφαλιστική, γεγονός που έδωσε ώθηση στις μετοχές του κλάδου.
Υπενθυμίζεται ότι η τελευταία μεγάλη εξαγορά της Anthem ήταν αυτή της Amerigroup το 2012, έναντι 4,5 δισ. δολαρίων. Η Aetna, από την πλευρά της εξαγόρασε το 2013 την Coventry έναντι 5,6 δισ. δολαρίων. Η Humana έχει χρηματιστηριακή αξία της τάξης των 26,5 δισ. δολαρίων και η Cigna αποτιμάται στα 34,3 δισ. δολάρια.