Ένα από τα καλά νέα των ημερών – μαζί με το πλεόνασμα εξωτερικού ισοζυγίου – ήταν και η από καιρού συζητούμενη «δοκιμαστική» μείωση του συντελεστή του ΦΠΑ στην εστίαση στο 13% (9,0% στα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες) από την 1η Αυγούστου 2013, από το 23% (16%) που ίσχυε από τον Σεπτέμβριο του 2011, αναφέρει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο της δελτίο. Θέτει όμως και προϋποθέσεις… επιτυχίας που έρχονται «κόντρα» με την κυβερνητική πολιτική: την πίεση για μείωση τιμών.
Σύμφωνα με την ανάλυση, αναμένεται να έχει ουσιαστικά ευνοϊκά αποτελέσματα στον τουρισμό και στην οικονομία, τα οποία, ωστόσο, θα προκύψουν εάν η ανωτέρω φορολογική ελάφρυνση συμβάλλει, στα πλαίσια και της γενικότερης μεταρρύθμισης και οργανωτικής αναβάθμισης του φορολογικού συστήματος της χώρας, στις ακόλουθες ουσιαστικές βελτιώσεις στη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας:
• Πρώτον, στην αποκατάσταση της νομιμότητας, των συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού και της στοιχειώδους κοινωνικής δικαιοσύνης στην είσπραξη των εσόδων από τον ΦΠΑ από όλους τους υπόχρεους. Η μείωση του συντελεστή του ΦΠΑ δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση των εσόδων από τον ΦΠΑ στα προϊόντα εστίασης και γενικότερα. Σημειώνεται ότι η αύξηση του συντελεστή του ΦΠΑ στην εστίαση στο 23% τον Σεπτ.2011 είχε ως συνέπεια την έξαρση της φοροδιαφυγής στον κλάδο και τον καταποντισμό των εσόδων από τον ΦΠΑ από την πηγή αυτή. Κατ’ αντιστοιχία, μετά τη μείωση του συντελεστή στο 13% (9%) θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι τα έσοδα από τον ΦΠΑ στην εστίαση θα παραμείνουν αμετάβλητα ή θα αυξηθούν, έτσι ώστε τα συνολικά έσοδα από τον ΦΠΑ να υπερβούν τα € 13,4 δις το 2013, από € 6,58 δις στο 1ο 6μηνο.2013. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να αποκατασταθεί η νομιμότητα στον κλάδο της εστίασης με έκδοση νόμιμων αποδείξεων και την υποβολή των περιοδικών δηλώσεων ΦΠΑ από όλους. Αυτό θα πρέπει να εξασφαλιστεί και με την εντατικοποίηση των σχετικών ελέγχων από τους αρμόδιους φορείς και τη θέσπιση αυστηρών ποινών που τελικά θα επιβάλλονται ανελλιπώς στους παραβάτες και καταχραστές των παρακρατηθέντων εσόδων από τον ΦΠΑ και από άλλους φόρους. Ειδικότερα, θα πρέπει να αλλάξει ριζικά η κατάσταση σύμφωνα με την οποία οι επιχειρήσεις και οι επαγγελματίες υποβάλλουν δήλωση ΦΠΑ όταν έχουν εξασφαλίσει την ελαχιστοποίηση της πληρωμής του φόρου με την μη έκδοση νόμιμων αποδείξεων, ενώ δεν υποβάλλουν καθόλου δήλωση ΦΠΑ όταν, προφανώς, η υποχρέωση επιστροφής του ΦΠΑ ή/και καταβολής των εισφορών στα Ασφαλιστικά Ταμεία αφορά σχετικά μεγάλα ποσά.
Τα βασικά δεδομένα της κατάστασης που ισχύει σήμερα αποκαλύπτονται από τα ακόλουθα:
α) Από το ότι 238,9 χιλ. υπόχρεοι σε ΦΠΑ δεν υπέβαλαν περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ από 964 τις αρχές του 2013, ενώ το ίδιο είχε συμβεί και το 2012.
β) Από την καθημερινή εμπειρία του κάθε πολίτη σύμφωνα με την οποία η έκδοση αποδείξεων στον τομέα της παροχής υπηρεσιών από ελεύθερους επαγγελματίες αποτελεί ουσιαστικά εγκαταλελειμμένη πρακτική.
γ) Από στοιχεία που φαίνεται να διαθέτει το Υπ. Οικονομικών για επιχειρήσεις οι οποίες πληρώνουν για ΦΠΑ ποσά μικρότερα του 5,0% του κύκλου εργασιών τους.
Επίσης, οι πιο πρόσφατοι έλεγχοι του ΣΔΟΕ αποκαλύπτουν εξαιρετικά υψηλά ποσοστά παραβατικότητας στον τομέα της εστίασης σε σχετικά προνομιούχες τουριστικά περιοχές όπως η Ρόδος (με 16% συντελεστή ΦΠΑ), το Πήλιο, κ.ά.
Σε αυτές τις περιπτώσεις η μείωση του συντελεστή του ΦΠΑ στην εστίαση από το 23% (16%) στο 13% (9,0%) θα έχει νόημα μόνο αν το ποσοστό παραβατικότητας στον κλάδο μειωθεί κάτω του 15%.
• Δεύτερον, στη βελτίωση των συνθηκών για την επιβίωση και την υγιή ανάπτυξη των επιχειρήσεων στον κλάδο της εστίασης και γενικότερα, με ευνοϊκές επιπτώσεις και στην αύξηση της απασχόλησης. Η ανάκαμψη της οικονομίας και η αντιστροφή της πτωτικής πορείας της απασχόλησης είναι σήμερα (ή θα πρέπει να είναι) η κύρια επιδίωξη της οικονομικής πολιτικής στη χώρα. Με αυτό το δεδομένο, οι όποιες ευνοϊκές επιπτώσεις από τη μείωση του συντελεστή του ΦΠΑ στην εστίαση κινδυνεύουν να εξαφανιστούν ή/και να αντιστραφούν από τη διαφαινόμενη εμμονή της Κυβέρνησης και άλλων παραγόντων στο να εξασφαλίσουν ότι «η μείωση του ΦΠΑ θα περάσει στον καταναλωτή».
Σε σχέση με αυτό το σημαντικό θέμα θα πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα:
α) Σε ένα γενικό επίπεδο, οι τιμές στην αγορά στην Ελλάδα και στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ διαμορφώνονται ελεύθερα υπό την πίεση του ανταγωνισμού που, ιδιαίτερα στα προϊόντα των επιχειρήσεων εστίασης, έχει στα τελευταία χρόνια – της μεγάλη ύφεσης στην ελληνική οικονομία – λάβει εξαιρετικά έντονες διαστάσεις. Η Κυβέρνηση δεν έχει δικαιοδοσία να επιβάλει διοικητικά τις τιμές των προϊόντων και δεν θα πρέπει, ούτε έχει καμιά δυνατότητα, να προσπαθήσει καν να ελέγξει τις επιχειρήσεις για το αν μείωσαν τις τιμές τους μετά τη μείωση του ΦΠΑ ή όχι.
β) Η τήρηση της ανωτέρω «ουδετερότητας» της Κυβέρνησης όσον αφορά την τιμολογιακή πολιτική των επιχειρήσεων είναι μεγάλης σημασίας στην περίπτωση της επικείμενης μείωσης του συντελεστή του ΦΠΑ. Αυτό συμβαίνει διότι οι όροι ανταγωνισμού στον τομέα έχουν ήδη διαταραχθεί σήμερα σημαντικά εις βάρος των συνεπών φορολογικά επιχειρήσεων. Μετά την αύξηση του συντελεστή του ΦΠΑ τον Σεπτ.2011 αυτές οι επιχειρήσεις απορρόφησαν ένα μεγάλο μέρος αυτής της αύξησης με μείωση των κερδών τους, τα οποία είχαν ήδη μειωθεί και από τη δραστικά μειωμένη εγχώρια ζήτηση. Αντίθετα, ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων του κλάδου προστάτεψε ή/και αύξησε (αντί να μειώσει) τα κέρδη του με την παράνομη διακράτηση και του ΦΠΑ που εισέπραξε, ή που αναλογούσε στις πωλήσεις τους.
Με αυτά τα δεδομένα, η μείωση του συντελεστή του ΦΠΑ έχει σήμερα ως στόχο αφενός να αποκαταστήσει τα σημαντικά μειωμένα κέρδη των συνεπών φορολογικά επιχειρήσεων και αφετέρου να παρακινήσει της μη συνεπείς φορολογικά επιχειρήσεις να επανέλθουν στη νομιμότητα και να αποκαταστήσουν την ομαλότητα στην πληρωμή του ΦΠΑ στο κράτος και στην εκπλήρωση των λοιπών φορολογικών τους υποχρεώσεων. Αυτή η διαδικασία δεν θα πρέπει να τεθεί σε κίνδυνο με την προσφυγή σε επίμονους ελέγχους όσον αφορά την τιμολογιακή πολιτική των εκατοντάδων χιλιάδων επιχειρήσεων στον κλάδο της εστίασης, καταλήγει η μελέτη..